Το Νησί του Μπέργκμαν
Bergman Island

Δυο ρομαντικά ζευγάρια και δύο ερωτικές ιστορίες στη συσκευασία της ίδιας ταινίας και στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ταξιδιού που μένει δίχως τελικό προορισμό. Όλα αυτά στην καινούργια δημιουργία μιας από τις καλύτερες σκηνοθέτριες στον κόσμο, που διαγωνίστηκε πέρσι για τον Χρυσό Φοίνικα του 74ου Φεστιβάλ Καννών.
Tο νησί Φόρε είναι μια σχετικά μικρή λωρίδα γης, νοτιοανατολικά της Σουηδίας. Το μέρος αυτό επέλεξε ο Μπέργκμαν για να περάσει όχι μόνο τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, αλλά ως σκηνικό για μερικές από τις πιο θρυλικές δημιουργίες του, μεταξύ των οποίων το «Σκηνές από ένα Γάμο», την «Περσόνα», το «Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη». Πέρα από άφθονους παραθεριστές, το νησάκι επισκέπτονται κάθε χρόνο και πολυάριθμοι θαυμαστές του Σουηδού δημιουργού. Εκεί καταφθάνει κι ένα παντρεμένο ζευγάρι σκηνοθετών για να περάσει το καλοκαίρι, δουλεύοντας ο καθένας το επόμενο κινηματογραφικό του σχέδιο και ελπίζοντας ότι ο αναζωογονητικός αέρας που φυσάει από τη Βαλτική Θάλασσα και το προσκύνημα στα μέρη όπου έζησε και δημιούργησε ο Μπέργκμαν θα τους δώσουν την έμπνευση που γυρεύουν.
Το ζευγάρι στο φιλμ υποδύονται ωραιότατα ο Τιμ Ροθ και η Βίκι Κριπς (που γνωρίσαμε από την «Αόρατη Κλωστή» του Πολ Τόμας Άντερσον). Εκείνος φαίνεται να ξεμπερδεύει σχετικά γρήγορα κι αβίαστα με το σενάριο της επόμενης ταινίας του. Εκείνη, η Κρις, παλεύει εξακολουθητικά με μια ιδέα που έχει στο μυαλό της, για δυο πρώην εραστές που συναντιούνται ξανά μετά από χρόνια στο Φόρε και βλέπουν την παλιά τους φλόγα να αναζωπυρώνεται.
Στο σημείο αυτό η ταινία αρχίζει να κινείται παράλληλα σε δύο κατευθύνσεις: μία πραγματική, με τους σκηνοθέτες ήρωες να περιπλανιούνται στο νησί, και μια φανταστική, με τους χαρακτήρες του μυαλού της Κρις να παίρνουν σάρκα και οστά (τους ερμηνεύουν οι Μία Βασικόφσκα και Άντερς Ντάνιελσεν Λίε) και να ζουν τη ρομαντική ιστορία τους. Μέχρι που οι δυο κατευθύνσεις αρχίζουν και συγχέονται.
Η Μία Χάνσεν-Λοβ ψάχνει την ταινία της στις φωτογενείς καλοκαιρίες και στα ιδιαίτερα μέρη όπου έζησε ο Σουηδός σκηνοθέτης, δίχως να τη βρίσκει ποτέ
Από το 2007, όταν ξεκίνησε την σκηνοθετική καριέρα της, και στη διάρκεια μιας διαδρομής η οποία παρήγαγε μόνο αξιόλογες ταινίες (ανάμεσά τους το «Eden» και το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Βερολίνου «Μέλλον»), η Μία Χάνσεν-Λοβ επιστρέφει ξανά και ξανά σε ένα προσγειωμένο στα απαραίτητα σινεμά που μοιάζει ανακουφιστικά κοντά στην πραγματικότητα και το οποίο αντλεί τις ήρεμες αφηγήσεις του μέσα από οικείες καταστάσεις και χαρακτήρες που εύκολα αναγνωρίζουμε.
Με τα τελευταία δύο της φιλμ, ωστόσο, η ταλαντούχα Γαλλίδα δημιουργός φαίνεται να παρασύρεται από τους ταξιδιωτικούς προορισμούς που διαλέγει για να τοποθετήσει τις πλοκές της. Όπως στο αδύναμο «Maya» (2018) η περιήγηση ενός νεαρού ήρωα στην Ινδία καταλήγει να μονοπωλεί και να είναι ολόκληρο το σενάριο, έτσι και τώρα στο «Bergman Island», η Μία Χάνσεν-Λοβ ψάχνει την ταινία της στις φωτογενείς καλοκαιρίες και στα ιδιαίτερα μέρη όπου έζησε ο Σουηδός σκηνοθέτης, δίχως να τη βρίσκει ποτέ.
Για το μεγαλύτερο μέρος του, πάντως, το φιλμ δίνει την εντύπωση ότι συλλέγει ενδιαφέρουσες ιδέες για τη διαδικασία της δημιουργίας, τις αναπόφευκτα ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των καλλιτεχνικών ζευγαριών, τη ζωή και την τέχνη που επικοινωνούν πάντα υπογείως και την απελευθέρωση του εαυτού μέσα από τη μυθοπλασία. Όταν όμως έρχεται η ώρα να μπουν όλες αυτές οι ιδέες σε μια τάξη και να υπηρετήσουν κάτι ευρύτερο, η Μία Χάνσεν-Λοβ βιώνει το ίδιο ακριβώς τέλμα με την ηρωίδα της: μια αδυναμία να τακτοποιήσει τις σκέψεις της και να τις εξελίξει.
Ξεκινώντας αποφασισμένο και δυναμικό, με μια χαλαρή διάθεση που το κάνει ενίοτε ακαταμάχητο, το «Bergman Island» μοιάζει λιγότερο σαφές και συγκροτημένο από τις προηγούμενες ταινίες της Λοβ, αφήνοντας το κοινό του να πιστέψει λανθασμένα ότι σημασία δεν είχε τελικά ο προορισμός, αλλά το ίδιο το ταξίδι.