Bird
Bird
Στη νέα της ταινία η αγαπημένη Άντρεα Άρνολντ παραστρατίζει ελαφρώς από το γνώριμο ύφος της για ένα απροσδόκητο όσο και άνισο φλερτ με τον μαγικό ρεαλισμό. Επίσημη συμμετοχή στο 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.
Μέσα από τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας (όλες τους υποψήφιες για Χρυσό Φοίνικα και βραβευμένες τελικά με το Βραβείο της Επιτροπής), η Άντρεα Άρνολντ όχι μόνο έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σπουδαιότερα σκηνοθετικά ταλέντα της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά έχει επίσης καλλιεργήσει μια σειρά από προσωπικά χαρακτηριστικά που μοιάζουν να τροφοδοτούν αδιάκοπα το σινεμά της: εκπληκτική δουλειά με ερασιτέχνες νεαρούς ηθοποιούς, μια ολοζώντανη και συχνά οδυνηρή απεικόνιση της βρετανικής πραγματικότητας της εργατικής τάξης και μια γεμάτη κατανόηση σκιαγράφηση της (δύσκολης) εφηβείας.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκουν αναμενόμενα περίοπτη θέση και στο «Bird», το οποίο ξεδιπλώνει τις απεγνωσμένες προσπάθειες της 12χρονης Μπέιλι (η πρωτοεμφανιζόμενη Νικίγια Άνταμς) να επιβιώσει στο ναρκοπέδιο της δυσλειτουργικής της οικογένειας: ο νεαρός κι ανώριμος πατέρας της, Bug (ο Μπάρι Κίγκαν σε άλλη μια εντυπωσιακή, αεικίνητη ερμηνεία), ετοιμάζεται να παντρευτεί τη φιλενάδα του έπειτα από γνωριμία τριών μηνών, ενώ παράλληλα επενδύει το οικονομικό μέλλον της φαμίλιας στην εμπορία ψυχοτρόπων από εκκρίσεις... φρύνων, ο έφηβος αδελφός της, Hunter, ετοιμάζεται να επαναλάβει τα λάθη του πατέρα τους, ενώ στην άλλη πλευρά της πόλης, η μητέρα της και οι δύο μικρότερες αδελφές της έρχονται αντιμέτωπες με τα βίαια ξεσπάσματα και τις απειλές τους κακοποιητικού νέου συντρόφου της.
Για πρώτη φορά στην καριέρα της, η Άρνολντ αποφασίζει εδώ να στραφεί προς ένα είδος μαγικού ρεαλισμού, ικανού τόσο να τονώσει όσο και να δυναμιτίσει το ύφος της
Κάπου εκεί εύκολα θα μπορούσε να αρχίσει κανείς να διακρίνει ελαφρά σημάδια κόπωσης στη θεματολογία και τις ανησυχίες της Άρνολντ: Το «Bird» μοιάζει να συγκεντρώνει παράλογα συμπυκνωμένη τη μιζέρια των kitchen sink καταβολών της, των ανεύθυνων γονέων και των ουσιών, έστω κι αν η ίδια παραμένει πάντα απαράμιλλα ικανή στο να συνδυάζει αυτόν τον συχνά αβάσταχτα σκληρό ρεαλισμό με μια δυναμική όσο και ποιητική κινηματογράφιση. Για πρώτη φορά όμως στην καριέρα της αποφασίζει εδώ να στραφεί προς ένα είδος μαγικού ρεαλισμού, ικανού τόσο να τονώσει όσο και να δυναμιτίσει το ύφος της, μέσα από την εισαγωγή ενός ιδιόμορφου χαρακτήρα που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε μια ολότελα διαφορετική ταινία.
Αναγκασμένη να ωριμάσει πριν την ώρα της, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που ουδεμία σταθερότητα μπορεί να της προσφέρει, η Μπέιλι βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο του Μπερντ (ο Γερμανός Φραντς Ρογκόφσκι), ενός εκκεντρικού άνδρα που επισκέπτεται την πόλη αναζητώντας τους γονείς που έχει να δει από παιδί κι ο οποίος θα τη βοηθήσει να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της. Η εμφάνισή του, το όνομά του, μαζί με μια σειρά από οπτικά μοτίβα ποικίλων φτερωτών πλασμάτων, θα δώσει σταδιακά στο φιλμ μια σουρεαλιστική, σχεδόν υπερβατική διάσταση, γοητευτική αλλά ενίοτε παράταιρη, της οποίας η κορύφωση μένει ανοιχτή σε ερμηνείες.
Ακόμα κι έτσι, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει κανείς την τρυφερότητα με την οποία η Άρνολντ συνεχίζει να αγκαλιάζει τους χαρακτήρες της (έστω κι αν ενίοτε παρασύρεται εδώ σε συναισθηματισμούς μάλλον ασυνήθιστους για τα δεδομένα της), αλλά και την προθυμία της να δοκιμαστεί σε νέες, ανεξερεύνητες για την ίδια, κατευθύνσεις.