Βlack Dog
Βlack Dog
Ένας πρώην κατάδικος θα επιστρέψει στη γενέτειρά του για ένα νέο ξεκίνημα, μόνο για να δει την πόλη ρημαγμένη και τις παλιές έχθρες να ξαναφουντώνουν. Προσπαθώντας να βάλει τη ζωή του σε τάξη, θα βρει τον πιο απρόσμενο φίλο στη μουσούδα ενός αδέσποτου, μαύρου σκύλου.
Βραβείο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και άμεσο sold out στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας, ο Γκουάν Χου αφήνει για λίγο στην άκρη τα κινεζικά έπη και σκηνοθετεί ένα σύγχρονο γουέστερν νουάρ καταβολών που θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τον σκύλο ως τις δυο όψεις του ίδιου οδυνηρού νομίσματος, σε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Μετά την πολυετή του φυλάκιση ο Λανγκ (φανταστική η λιγομίλητη ερμηνεία του Πενγκ) επιστρέφει στο σπίτι του, σε μια πόλη φάντασμα κάπου στα περίχωρα της ερήμου Γκόμπι. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει φύγει, αφήνοντας στη μοίρα του έναν τεράστιο αριθμό σκύλων που έχει οικειοποιηθεί, σχεδόν εξ ολοκλήρου, την περιοχή. Έχοντας ανάγκη τα χρήματα ο Λανγκ θα συμμετάσχει σε μια ειδική ομάδα απομάκρυνσης των αδέσποτων από την πόλη, εν όψει των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 στο Πεκίνο. Όταν επωμιστεί την παρακολούθηση ενός συγκεκριμένου μαύρου σκύλου που εικάζεται πως έχει προσβληθεί από λύσσα, ο Λανγκ θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του που αναμένεται να αλλάξει τις ζωές και των δυο τους.
Με φόντο χαλικωτούς, γκρίζους λόφους, αγκαθωτά πουρνάρια και ομιχλώδη, φασματικά βουνά, ο Χου σκηνοθετεί μια ιστορία τόσο παλιά όσο και η ίδια η ανθρώπινη παρουσία πάνω σε τούτον τον πλανήτη, δεν μένει όμως στο προφανές, τη φιλία δηλαδή ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και έναν σκύλο, δίνοντας στο σενάριο κοινωνικοπολιτικές και υπαρξιακές προεκτάσεις άμεσα συνυφασμένες με την τοπιακή πραγματικότητα της Κίνας αν και όχι μόνο.
Πρόκειται για μια ειλικρινέστατη καταγραφή της πορείας μιας μοναχικής ψυχής (μιας μεταξύ πολλών άλλων), ενός ανθρώπου που «ξεχνιέται» και αυτός και η πόλη του και οι εναπομείναντες συμπολίτες του, στο όνομα της τεχνολογικής προόδου, της εκβιομηχάνισης και του εκμοντερνισμού. Είναι αυτοί που μένουν πίσω, που εξωθούνται σε φυγή ή σε λήθη της ταυτότητας και του τόπου τους, σαν άλλα περιπλανώμενα σκυλιά δίχως μέλλον παρά μονάχα με ένα βραχύβιο παρόν.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον εγκατάλειψης και γκρεμισμένων ευχών, ο Χου διακρίνει και μια φωτεινή ακτίνα που διαπερνά τη σχέση του πρωταγωνιστή με τον σκύλο, αφήνοντας μετέωρη μια μικρή ελπίδα για αλλαγή ρότας που είναι δύσκολη, όχι όμως ακατόρθωτη. Για τον ίδιο λόγο διανθίζει τη σχέση αυτή με μικρές υποπλοκές που αφορούν τόσο στο φευγιό του Λανγκ, όσο και στην επιστροφή του – η σχέση με τον αλκοολικό του πατέρα, η δίψα για εκδίκηση του «Χασάπη» Χου για τον θάνατο του ανιψιού του, η γνωριμία του με μια καλλιτέχνιδα ενός περιφερόμενου τσίρκου – όλες οι επιμέρους δράσεις λειτουργούν καταλυτικά για την εξέλιξη του χαρακτήρα του Λανγκ, αλλά και για το μέλλον του σκύλου.
Από τα δυνατότερα ατού της ταινίας είναι και η αισθαντική κινηματογράφηση του Γουέιζε Γκάο που προσδίδει στην εικόνα μια ψυχρή μελαγχολία, σαν να πρόκειται για έναν κόσμο καταδικασμένο στη φθορά του χρόνου και άρα απομυζημένο από κάθε τι θερμό, χρώμα ή συναίσθημα. Η γκρίζα ατμόσφαιρα έρχεται σε πλήρη εναρμονισμό με τις εναλλαγές των σκηνών στην πόλη και το έρημο τοπίο που την περικλείει, με πλάνα κορυφαίας, λυρικής ομορφιάς που εύκολα κατατάσσουν την ταινία στη λίστα με τις πιο αξιομνημόνευτες, κινηματογραφικές εμπειρίες για φέτος.
Λένε ότι δεν διαλέγεις εσύ τον σκύλο σου, αλλά ότι εκείνος διαλέγει εσένα. Στην περίπτωση του «Black Dog» ο ένας διάλεξε τον άλλον, πρόκειται για την περιπέτεια δυο μισών που σε τούτη τη ζωή έμελλαν να γίνουν ένα. Μέσα σε ένα κόσμο που έχει τραβήξει παραπέρα, μικρά θαύματα συντελούνται ακόμη. Η ανιδιοτελής φιλία ενός σκύλου είναι ένα από αυτά.