Σημείο Βρασμού
Boiling Point

Αποδίδοντας ρεαλιστικά την ένταση της κουζίνας και χτίζοντας σασπένς χιτσκοκικού τύπου, ο Φίλιπ Μπαραντίνι ίσως να έχει γυρίσει το θρίλερ της χρονιάς.
Ούτε ακριβώς είδηση, ούτε πρωτοτυπία συνιστά πια μια ταινία γυρισμένη με ένα μονοπλάνο. Τα ψηφιακά μέσα καταγραφής κατέστησαν ευκολότερο το εγχείρημα, με αποτέλεσμα να βλέπουμε τουλάχιστον τρεις με τέσσερις τέτοιες τον χρόνο. Ας μην ξεχνάμε ότι μία από αυτές, το «Birdman», κέρδισε και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Συνήθως τα σχετικά φιλμ αποτελούνται από μικρότερα, πλην μακρά σε διάρκεια μονοπλάνα, που έχουν μονταριστεί έτσι μεταξύ τους ώστε να δίνουν την αίσθηση ενός και μόνο ενιαίου πλάνου. Αυτό δεν αναιρεί το αξιέπαινο της κατασκευής τους. Το ζήτημα είναι αν τώρα, που έχουν πληθύνει οι ταινίες του είδους, αυτή η επιλογή εξυπηρετεί κάτι παραπάνω.
Το «Σημείο Βρασμού» ξεκινά ακολουθώντας έναν σεφ να μπαίνει στο εστιατόριο του την πιο πολυσύχναστη μέρα του χρόνου. Από την στιγμή που ο ήρωας εισέρχεται στην κουζίνα και έπειτα, η ροή των γεγονότων είναι ασταμάτητη, δεν παίρνουμε ανάσα. Το μονοπλάνο και η εξέλιξη της δράσης σε πραγματικό χρόνο βοηθούν να δημιουργηθεί η αίσθηση του αναπόδραστου. Χρειάζεται διαρκής επιφυλακή, το παραμικρό λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο, δεν υπάρχει χρόνος για διάλειμμα, δεν υπάρχει καμία διέξοδος. Ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί εντός του εστιατορίου και κανείς δεν θα σώσει τον ήρωα (και τον θεατή) από αυτό - ούτε καν το μοντάζ.
Από την στιγμή που ο ήρωας εισέρχεται στην κουζίνα και έπειτα, η ροή των γεγονότων είναι ασταμάτητη, δεν παίρνουμε ανάσα.
Η ταινία του Φίλιπ Μπαραντίνι πετυχαίνει δύο πράγματα. Το ένα είναι να αποδώσει ρεαλιστικά την ένταση μιας κουζίνας, με τα μικρά και μεγάλα δράματα που συντρέχουν, με το ασταμάτητο σφυροκόπημα των απαιτήσεων και τον αναγκαστικό παραμερισμό της προσωπικής ζωής κάθε εργαζομένου. Το δεύτερο είναι να στήσει σασπένς χιτσκοκικού τύπου μέσω μιας πανούργας σεναριακής ανάπτυξης που φυτεύει διαρκώς σπόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να θεριέψουν και να προκαλέσουν εκείνη τη μεγάλη έκρηξη που θα φέρει την καταστροφή. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρεις πότε, πώς κι από πού αυτή θα έρθει. Από τον ρατσιστή πελάτη; Από ανακοινωθείσες την τελευταία στιγμή αλλεργίες σε τρόφιμα; Από μια μισθολογική αύξηση που διαρκώς αναβάλλεται; Από τον εργαζόμενο με αυτοκτονικές τάσεις ή από εκείνον με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο; Και έτσι μένεις σε μια διαρκή εκκρεμότητα για το αναπόφευκτο, βρίσκεσαι να σκανάρεις και να επεξεργάζεσαι τις λεπτομέρειες, να αναλύεις τις ισορροπίες και να αγκομαχάς στο πλευρό των χαρακτήρων και, ειδικότερα, του σεφ που υποδύεται έξοχα ο καρατερίστας Στίβεν Γκράχαμ.
Κρίμα που ο Μπαραντίνι κρατά μια κρίσιμη σεναριακή αποκάλυψη τόσο κοντά στο κρεσέντο του, καθιστώντας το τελευταίο λίγο υπερφορτωμένο και υπερβολικό και μετριάζοντας, έτσι, την καθολικότητα της δραματουργίας του, η οποία με λίγη περισσότερη επιμέλεια και μια πιο στοχευμένη προσέγγιση θα πετύχαινε (και) έναν υπαρξισμό τύπου «Locke» (2013). Ακόμα και έτσι, όμως, μάλλον έχει υπογράψει το θρίλερ της χρονιάς.