Σπασμένη Φλέβα

Broken Vein

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2025
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα, Κύπρος
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Οικονομίδης
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Γιάννης Οικονομίδης, Βαγγέλης Μουρίκης
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέτι Αρβανίτη, Στάθης Σταμουλακάτος, Σοφία Κούνια, Γιάννης Νιάρρος, Μαρία Καλλιμάνη, Κλέλια Ρένεση, Δημήτρης Καπετανάκος, Γιάννης Αναστασάκης
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Δημήτρης Κατσαΐτης
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μπάμπης Παπαδόπουλος
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Σπασμένη Φλέβα

Ένας επιχειρηματίας κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του από τους τοκογλύφους κι έχει στην διάθεσή του διορία λίγων ημερών για να βρει τα λεφτά. Η επιστροφή του Γιάννη Οικονομίδη ίσως δεν αποδίδει την καλύτερη ταινία του, συνθέτει όμως την πιο ισορροπημένη και αυτήν που, επιτέλους, απαλλάσσεται πλήρως από μια μανιερίστικη υβρεοπομπή, η οποία ενίοτε έμοιασε να αναζητά την viral επιβεβαίωσή της, προς όφελος του ρυθμού και της τονικής υπογράμμισης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μαζί με τον Γιώργο Λάνθιμο, ο Γιάννης Οικονομίδης είναι ο σημαντικότερος δημιουργός του ελληνικού κινηματογραφικού 21ου αιώνα. Σε αντίθεση με τον «παγκόσμιο» Yorgos, το σινεμά του είναι αυτοδημιούργητο, υπό την έννοια ότι ο ίδιος γεννά την ματιά στην θεματολογία του. Δεν υπάρχει κάποια μομφή υβριδικότητας (ή ακόμα χειρότερων νύξεων) στον Λάνθιμο, υπάρχει όμως η αναγνώριση στον ρόλο του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου στην ωρίμανσή του, καθώς και στις διεθνείς πρώτες ύλες/προσμείξεις που τροποποιούν το μετέπειτα σινεμά του. Ο Οικονομίδης όμως ίδρυσε τον κόσμο του, με την έννοια του πλασίματος του τρόπου που θα τον προσέγγιζε.

Αντίθετα ίσως με την αίσθηση μιας πρώτης προσέγγισης, ωστόσο, ο Οικονομίδης μπορεί να είναι πάντοτε και ανά πάσα στιγμή αναγνωρίσιμος, δεν είναι όμως ποτέ πανομοιότυπος. Για την ακρίβεια, η απόσταση που χωρίζει το Σπιρτόκουτο από την παρούσα ταινία, η οποία βρίσκεται σε έναν δρόμο που άρχισε να ανοίγεται με τον Μαχαιροβγάλτη αλλά στρώθηκε για τα καλά με το Μικρό Ψάρι, την κατά την γνώμη μου πληρέστερη ταινία του, είναι περίπου απέραντη. Ναι, με σπασμένες φλέβες, ψυχές στο στόμα, τρύπιες καρδιές και μαχαιροβγαλσίματα, είναι εξακολουθητικός ο σωματικός, «σωθικός» και ακρωτηριαστικός χαρακτήρας του σινεμά του. Ναι, εξακολουθεί να περιγράφει το νεοελληνικό λούμπεν. Αλλά εκτενώς, οριζοντίως και καθέτως. Οριζοντίως γιατί δεν αφορά μοναχά μια τάξη, μια κοινωνική «ράτσα» ανθρώπων, ή μοναχά το μητροπολιτικό περιθώριο, αλλά σχεδόν ολόκληρη την χώρα. Καθέτως γιατί βουτά διεισδυτικά στην περιγραφή του και, στις καλύτερες στιγμές, αποστασιοποιείται εμφανώς (δηλαδή κριτικά αποδείξιμα) αντί να απορροφάται αισθησιακά και ιδεολογικά από την δυνητική viral (σκοτο)λάμψη του. Εξακολουθεί να βλέπει – και μυθοποιητικά να γοητεύεται από – αυτό το ερείπιο νοοτροπίας που επιδεικνύουμε μεταξύ μας σε αυτόν τον βουρκότοπο όπου κάθε ίχνος ανθρωποκεντρικού κώδικα (αυτό που έχει δηλαδή ο Στράτος στο Μικρό Ψάρι) έχει κατατροπωθεί από το lifestyle και την επιτακτική ύλη του. Χρονικογραφεί τις ανελέητες πανταχόθεν προδοσίες σ’ ένα σύμπαν όπου πίστη οφείλεται μόνο στην εαυτοσυντήρηση (sic). Στέκει αμείλικτος κινηματογραφιστής της πατριαρχίας, πολύ πριν η λέξη καταστεί άγευστη και αναποτελεσματική. Παρατηρεί την θέση της Γυναίκας, κατανοεί την περιθωριοποίησή της αλλά και εξίσου αδυσώπητα (ιδίως στην προηγούμενη ταινία του) στηλιτεύει την παντελή της διάβρωση από την πατριαρχία αυτή, που την καθιστά πομπό από δέκτη κακοποίησης. Αποτυπώνει την αδιάλειπτη οργή του ανθρώπου που βλέπει το έξωθεν, αλλά και το εκ των ένδον, περιορισμένο πρίσμα του να ακυρώνει διαρκώς και διατακτικά κάθε δυνατότητα, που στο κάτω-κάτω είναι και συνώνυμο της πραγματικής ελευθερίας. Όσο κι αν αυτό φαίνεται ξένο στον αμοραλιστικό κόσμο του Οικονομίδη, το λούμπεν δεν είναι η φτώχεια και τα συμπαρομαρτούντα της, είναι η άρνηση της ηθικής συλλογικής αξίας και η υπαρξιακή ερήμωση του ατομικισμού.

Εκτιμώ ότι και στυλιστικά είναι παραγνωρισμένος δημιουργός ο Οικονομίδης. Ευθύνεται στον βαθμό που, ιδίως η Ψυχή στο Στόμα (ένα μνημείο σκηνοθετικής αυθαιρεσίας – και με την καλύτερη έννοια), το παραλήρημα ανυποχώρητης δημιουργικής αυτοδιοίκησης πλημμυρίστηκε από την (επίσης αυτοδημιούργητη – και παγκοσμίως μοναδική) αισθητική του μπινελικώματος, η οποία με την σειρά της στην επανειλημμένη θέαση ολοκληρώνει πολύ γρηγορότερα την εξυπηρέτηση του κόσμου της ταινίας και οδηγεί ανεπιστρεπτί, όπως όλοι ξέρουμε πια, στην εξυπηρέτηση του κόσμου που την παρακολουθεί. Όμως ο άνθρωπος βρήκε μέσα από την Γλώσσα, δίχως όμως τις ενδημικές της «περί υψηλών» ορολογίες, φιλοσοφική ενατένιση, εξόρυξε νόημα και πρότεινε ένα εντυπωσιακό κράμα άτεγκτου δράματος και άγριου, βωμολοχικού χιούμορ, που εκτίναξε και τα δύο δίχως ποτέ να τα αποδυναμώνει. Πιο απλά, κατάφερε το έργο του να έχει ανά στιγμές και φοβερή πλάκα και ψυχικό συνοφρύωμα.

Επίσης είναι αφηγητής μεγάλης ολκής, φοβερά επιδέξιας ροής κι όμως σχεδόν αποκλειστικά βασισμένης σε σταθερά κάδρα. Κι αν αυτό φαντάζει κάπως λιγότερο δύσκολο όταν τον θεατή προτρέπει «ελκυστικά» το αναμενόμενο μπινελίκι, η γνώριμη τοπική και χαρακτηρολογική πραγματικότητα, η ένταση των φωνών και η διαρκής βία (πρωτίστως όμως φραστική, διηγητική και απλώς μονολεκτικά εικαστική), εκτιμώ θα πρέπει να του αναγνωριστεί αναλόγως η διεύθυνση των ηθοποιών. Δεν αρκεί ένα συλλογικό μας υποσυνείδητο που ίσως απελευθερώνεται – αντάμα με την επιλογή κατάλληλων ηθοποιών. Υπάρχει επίτευγμα εδώ, υπάρχει άρθρωση και σε βάθος στοιχείωση ενός κόσμου, μέσω διακόσμου, φωτογραφίας, διαλογικού ρυθμού, λεπτομερούς σκηνογραφίας, όλα τους τεύχη ενός τονικού τόμου που φαίνεται μανιερίστικος αλλά δεν είναι.

Και η ταινία τούτη;

Όλα είναι στη θέση τους. Το λούμπεν, αυτή η υπαρξιακή κακογουστιά με τις πολυπλόκαμες παραφυάδες, δηλητηριάζει καθ’ ύψος το κοινωνικό στερέωμα. Εδώ έχουμε τον τυπικό ξεβράκωτο, εγωπαθή, λαμογιοεπιχειρηματία-μεσοαστό νέου χρήματος – στο πρόσωπο ενός εξαιρετικού Μπισμπίκη, ο οποίος πλην μιας σκηνής που βρήκα τονικά ακατανόητη (η πρώτη του έκρηξη προς την Αρβανίτη είναι σκηνή για τρέιλερ και viral σκοπιμότητες, μοιάζει εντελώς άτοπη στο μοντάζ του έργου αλλά και στην στιγμή του), είναι περίπλοκος, ανθεκτικός και ακούει ιδανικά τον συνομιλητή του. (Ειδική αναφορά αρμόζει στο πώς ακούνε οι συνομιλητές στο σινεμά του σκηνοθέτη). Έχουμε την πειστικά μεγαλοαστή Αρβανίτη, φουλ του «λούμπεν» κι αυτή, σ’ έναν ρόλο εργαλειακό μα όχι ακριβώς τρισδιάστατο. Έχουμε τους δέοντες Σταμουλακάτο και Κούνια. Έχουμε την Μαρία Κεχαγιόγλου που σαρώνει στην πιο δραματική σκηνή του έργου και επωμίζεται έξοχα το ότι θα την εκτελέσει και «παραδοσιακά» οικονομιδικά, αλλά και με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης επιφυλάσσει πλέον (;) στο σινεμά του – δηλαδή μετρημένα και εξυπηρετικά στον ρυθμό και τον τόνο. Αν και άπαντες δορυφόροι του κεντρικού χαρακτήρα του Μπισμπίκη, ο κόσμος διαπνέεται από μια αίσθηση πληρότητας (μιλάμε για δέκα ουσιώδεις και χρήσιμους ρόλους σε δυο ώρες ταινία), μια κάλυψη κριτικής του τι βλέπουμε και κριτικής του «ήρωα». Ναι, υπάρχει ένας ρόλος που έκδηλα (άρα και κάπως σικέ) υφίσταται για να προοικονομήσει την τραγική στροφή της ιστορίας, όμως ο Οικονομίδης είναι πάντοτε ευθύς και αφήνει με τον τρόπο του να εννοηθεί ότι αυτό είναι μέρος της πραγματικής ζωής, περαιτέρω ανάλυση θα ήταν ίσως υπέρμετρα κινηματογραφικό σενάριο.

Κλείνει, άραγε, εδώ ένας κύκλος; Έφτασαν όσα άνοιξαν σ’ ένα τοσοδά «Σπιρτόκουτο» 22 χρόνια πριν στην ωριμότητα και την εξάντλησή τους; Δεν ξέρω αν είναι χρήσιμες, ή ακόμα και ορθές, ανάλογες ερωτήσεις. Αναλόγως και από πού βλέπει κανείς, οι απαντήσεις διαφέρουν. Ένα εκτιμώ ως σίγουρο: Από το τρομερά επιδραστικό πρωτόλειο του 2003, το οποίο ενδέχεται όμως σήμερα να έχει εκπνεύσει αναπαραστατικά, μέχρι την πλαστική άνεση στην κάλυψη μιας θεματικής που ξεκινά από το δράμα μιας νοοτροπίας και καταφθάνει στην τραγωδία της, κατά μία έννοια λοιπόν συνομιλεί και με την πιο αυθεντικά ελληνική (άρα και διαχρονική;) ρίζα, ο Γιάννης Οικονομίδης έχει καταπιεί πολλά χιλιόμετρα και έχει, όπως τα βλέπει ο υπογράφων, επιτελέσει μέχρι και ένα συλλογικό σκεπτικό καθήκον. Μια επαναπροσέγγιση ανάλογης θεματικής μοιάζει μεν ασφαλές στοίχημα, φαντάζει «επανάληψη», ίσως όμως και να κρύβει αυτό που δεν μπορείς ποτέ να προβλέψεις στην τέχνη, την «άλλη θέαση». Ο Καλλιτέχνης ξέρει. Δεν έχουμε παρά να (παρ)ακολουθήσουμε.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Σπασμένη Φλέβα
  • Σπασμένη Φλέβα