Υπάρχει Πάντα το Αύριο

C'è ancora domani

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ιταλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολα Κορτελέζι
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Πάολα Κορτελέζι, Τζούλια Καλέντα, Φούριο Αντρεότι
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Πάολα Κορτελέζι, Βαλέριο Μασταντρέα, Ρομάνα Ματζόρα Βέργκαμο
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Νταβίντε Λεόνε
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Λέλε Μαρκιτέλι
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave
    Υπάρχει Πάντα το Αύριο

Στην Ρώμη του 1946, μια σύζυγος με τρία παιδιά υπομένει τη φτώχεια και το συζυγικό ξυλοφόρτωμα «μ’ ένα όνειρο τρελό» στο μυαλό της που δεν μοιράζεται με κανέναν. Ανάμεσα στο αντιπατριαρχικό δίδαγμα και την ηθογραφική κομεντί, το βαρύ χέρι και το ισχυρό σινε-γονίδιο, η Πάολα Κορτελέζι πραγματοποιεί ένα ντεμπούτο που θριάμβευσε στα ταμεία και πείθει για την υπογραφή του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μόλις την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή το γαλλικό «Κάθε Πέρυσι και Καλύτερα», περιέγραφα εν συντομία μια απόσταση της λαϊκής κωμωδίας από την «λαϊκή κωμωδία». Εκείνη ήταν κλασικό παράδειγμα της δεύτερης. Τούτη είναι ένα (από πολλές πλευρές) κλασικό παράδειγμα της πρώτης. Είναι κοντά στο θέμα της, ξέρει καλά την εποχή της, είναι εύληπτη, έχει κωμικές ιδέες, διαθέτει ευφυΐα και, αναπόφευκτα ίσως, είναι από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες όλων των εποχών στην πατρίδα της. Προτάθηκε δε για 19 βραβεία Ντονατέλο, κερδίζοντας τελικά 5 + το βραβείο Κοινού.

...η Κορτελέζι στιλιζάρει έντεχνα χωρίς να παρεκκλίνει προς τον εστετισμό, αφήνει τιμητικά σινε-άνθη στο δρόμο της που εκτείνονται από τον Ντε Σίκα και τον Τσαβατίνι ως τον…Καράξ...

Η Πάολα Κορτελέζι, που έχουμε δει ουκ ολίγες φορές ως ερμηνεύτρια, πραγματοποιεί ένα ντεμπούτο με τόση αυτοπεποίθηση και τέτοια προμελέτη, που σε κάνει να στεναχωριέσαι που δεν συνέβη νωρίτερα. Κυριότεροι πόλοι της σκηνοθεσίας της είναι το κωμικό φίλτρο πάνω σε δραματικές (ή και τραγικές) αλήθειες, ένα φίλτρο που μάλιστα ως γυναίκα απολαμβάνει και σε όλο του το ελεύθερο ασφυκτικών προκαταλήψεων κύρος, η επίσης κωμικής ευθυβολίας σκιαγράφηση τύπων με αδρές γραμμές σκίτσου (αντί λεπτομερούς ζωγραφιάς που ζητά ο χαρακτήρας σε άλλο είδος δραματουργίας) και η άνεσή της στην αυτοσκηνοθεσία του κεντρικού χαρακτήρα. Και ο τελευταίος λειτουργεί περισσότερο σαν σύμβολο του φεμινισμού (παρά σαν φεμινιστικό σύμβολο). Τηρουμένων των αναλογιών, ένα άπταιστο ντεμπούτο σε τριπλό ρόλο (σκηνοθεσία-σενάριο-πρωταγωνιστική ερμηνεία).

Η ταινία ξεκινά με μια σκηνή που σαν σε μουσική οβερτούρα θέτει τον τόνο και το μουσικό κλειδί πάνω στα οποία κινηθεί το έργο. Είναι μια σκηνή τόσο «χοντρή» και τόσο αναίτια, που μόνο στο περίβλημα της κωμωδίας μπορεί να στελεχώνει σοβαρή ταινία. Θα υπάρξουν αρκετοί, εκτιμώ, που υπό το βάρος της θα σπάσουν εξαρχής. Οι πιο πολλοί θα είναι άνδρες. Είναι «δύσκολη» η αναμέτρηση του βαθιά ριζωμένου βλέμματος με τέτοιες προοπτικές, είναι όμως και από την άλλη ιδιαίτερα εύκολη, ιδίως στο κριτικό βλέμμα, αν είσαι ελεύθερος και αν βλέπεις τη δουλειά σου όσο πιο αντικειμενικά είναι εφικτό σε συνάρτηση με τις συντεταγμένες (που υπάρχουν ή/και εφευρίσκεις) ανάλυσης της λειτουργίας ενός έργου.

το δραματουργικό εύρημα που χτίζεται από τη μέση ως το φινάλε είναι εξαιρετικό σε σύλληψη και εκτέλεση

Υπό το άνωθεν πρίσμα η ταινία είναι γεμάτη χονδροειδείς απλουστεύσεις, προπαγανδιστική χρήση της καρικατούρας, βαρύ χέρι (…) και αντιδιαλεκτική σκέψη, όλα τους φεμινιστική σύνοψη/καταδίκη των πατριαρχικών δεινών. Το σωσίβιο πασπαρτού, ωστόσο, είναι η κωμωδία. Η δημιουργός, μαζί με δύο συν-σεναριογράφους, εμβαπτίζει μεταμορφωτικά τα πάντα σε μια τονικότητα κωμωδίας, μια σάτιρα σχεδόν γλυκιά κι ένα βλέμμα θα έλεγες (ίσως ως άνδρας) σχεδόν μητρικό, κατανοητικό, συγχωρετικό και μαζί δριμύ κι ανίκητο, αδιάφορο προς το ηττημένο φαίνεσθαι της καρτερικής όψης.

Προς ενδυνάμωση του παραπάνω, η Κορτελέζι στιλιζάρει έντεχνα χωρίς να παρεκκλίνει προς τον εστετισμό, αφήνει τιμητικά σινε-άνθη στο δρόμο της που εκτείνονται από τον Ντε Σίκα και τον Τσαβατίνι ως τον…Καράξ, πειράζει ευλύγιστα τη φόρμα ώστε να κινείται από το ένα είδος (δράμα, μελό) στο άλλο (σάτιρα, μιούζικαλ), κρατώντας ό,τι χρειάζεται για να υπηρετήσει το ιδεολογικό περίβλημα γύρω από το κωμικό της βλέμμα, ούτως ώστε να είναι μια ταινία ξεδιάντροπα φεμινιστική (δεν θα την δουν άνδρες) ενόσω απαιτεί εμπορική απήχηση (θέλω να τη δουν άντρες – και να τους αρέσει). Δεν είμαι βέβαιος ότι οι ακαδημαϊκοί διάδρομοι με τον αυτοϊκανοποιημένο βερμπαλισμό θα συνάδουν περί του φεμινισμού της –ίσως και γιατί κάποια πράγματα η αρσενική συμπολίτευση μένει να αποδεχθεί πώς δεν τα καταλαβαίνει. Κι έτσι όμως –μιλώντας δηλαδή «ανάρμοστα» για λογαριασμό άλλων– οφείλω να πω ότι το δραματουργικό εύρημα που χτίζεται από τη μέση ως το φινάλε είναι εξαιρετικό σε σύλληψη και εκτέλεση. Ίσως και γιατί ευφυέστατα «σφετερίζεται» έναν μηχανισμό κινηματογραφικού θεάματος (αυτόν της κινηματογραφικής αγωνίας), ανδρικής εφεύρεσης και χρησικτησίας, προκειμένου να επιστεγάσει την θηλυκότητα τόσο σε δραματουργικό επίπεδο, όσο και σε χαρακτηρολογικό. Τόσα ξέρω, τόσα λέω.

Εκτός αυτών, και αντί επιλόγου, η ταινία τοξεύει τα μελιστάλακτα βέλη της προς τόσες ηθογραφικές μεριές σάτιρας της ιταλικότητας, αλλά και έμφυλες σπόντες, συχνότατα με μεγάλη αποτελεσματικότητα, που τελικά μένει, προς τους αρνητές, μια παραλλαγή του ρητορικού ερωτήματος στο έξοχο «American Fiction», όταν η πάλλευκη μαθήτρια λέει στον κατάμαυρο καθηγητή της ότι η λέξη «νέγρος» στον πίνακα της τάξης την προσβάλλει κι εκείνος απαντά: «Αν μπορώ εγώ να ζήσω μ’ αυτήν τότε υποθέτω μπορείς κι εσύ.»

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Υπάρχει Πάντα το Αύριο
  • Υπάρχει Πάντα το Αύριο