Συρανό ντε Μπερζεράκ

Cyrano

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Καναδάς
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζο Ράιτ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Έρικα Σμιντ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Πίτερ Ντίνκλατζ, Χέιλι Μπένετ, Κέλβιν Χάρισον Τζ., Μπεν Μέντελσον
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Σίμους ΜακΓκάρβεϊ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Άαρον και Μπράις Ντέσνερ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tulip Entertainment
    Συρανό ντε Μπερζεράκ

Χωρίς προσθετικά (και πρόσθετα λόγια), ο Τζο Ράιτ καταθέτει μία φρέσκια ματιά στο κλασικό έργο του Εντμόν Ροστάν και ο θαυμάσιος Πίτερ Ντίνκλατζ τραγουδά για την αγάπη σε μουσική The National.

Από τον Πάνο Γκένα

Ο Τζο Ράιτ, ένας από τους πιο γοητευτικούς «εικονολάτρες» του σύγχρονου σινεμά, αφήνει πίσω του την αποτυχία της «Γυναίκας στο Παράθυρο» με την Έιμι Άνταμς και επιστρέφει σε αυτό που γνωρίζει να κάνει εξαιρετικά: την διασκευή κλασικών έργων με νεο-ρομαντική απόχρωση που συντονίζονται συναισθηματικά με τον θεατή και εντυπωσιάζουν με την εικαστική τους καθοδήγηση. Σκηνοθέτης που έχει φρεσκάρει με δροσερή νεανική διάθεση το «Περηφάνια και Προκατάληψη» της Τζέιν Όστιν και έχει ραγίσει καρδιές με την έξοχη «Εξιλέωση» του Ίαν ΜακΓιούαν, ακομπανιάρει το «μελωδικό» κινηματογραφικό comeback του μιούζικαλ και διασκευάζει την θεατρική παράσταση «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του 2018, που με τη σειρά της είχε βασιστεί στο κλασικό έργο του Εντμόν Ροστάν. 

O «Συρανό» έχει απασχολήσει πολλάκις το σινεμά από τις απαρχές του, αφού μία από τις πρώτες κινηματογραφικές μεταφορές του έργου χρονολογείται το 1900. Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ως αρχετυπική την πολυβραβευμένη ταινία του Ζαν-Πολ Ραπενό με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ (που έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, κέρδισε εκείνο των Κοστουμιών), ενώ οι χαλαρές αναγνώσεις του στα «Ρωξάνη» με τον Στιβ Μάρτιν και «Φίλοι & Εραστές» (πρωτότυπος τίτλος «The Truth About Cats & Dogs», 1996) με την Ούμα Θέρμαν, έχουν πιστούς θαυμαστές. 

Ο χαρισματικός Ντίνκλατζ πείθει, δεν υποκρίνεται [...] δεν χρειάζεται τίποτα πρόσθετο για να επικοινωνήσει με ρεαλισμό τον πόνο του

Εδώ ο Ράιτ ανανεώνει τον κινηματογραφικό «Συρανό» αφού παραδίδει ένα καθαρό, απενοχοποιημένο μιούζικαλ σε μουσική Άαρον και Μπράις Ντέσνερ των The National (τους στίχους υπογράφουν ο Ματ Μπέρνινγκερ με την Καρίν Μπέσερ), προτάσσοντας έτσι την ποιητική διάθεση του έργου, αλλά και του βασικού πρωταγωνιστή. Η ιδέα να αποτυπωθεί ο λυρισμός και η ονειροπόληση των λέξεων του Συρανό σε στίχους είναι ούτως ή άλλως εμπνευσμένη και διαφωτιστική. Ο έρωτας του θαρραλέου πολεμιστή που βρίσκει τα κατάλληλα λόγια, μα όχι το σθένος, να εξομολογηθεί αυτοπροσώπως την αγάπη του στην Ρωξάνη, είναι ιδανική ευκαιρία για τραγούδι. Η μουσική και οι στίχοι συνδέουν τους χαρακτήρες, αποκαλύπτουν τις σκέψεις τους, εκφράζουν την ερωτική επιθυμία, τον διακαή πόθο και την συντριπτική ματαιότητα. Μπορεί ως μουσική «κατασκευή» να μην εντυπώνονται απευθείας (κι αυτό χρεώνεται ως σημαντικό μειονέκτημα), αλλα αφουγκράζονται καίρια την ψυχοσύνθεση των ηρώων και παρέχουν μεταμοντέρνες πινελιές, όπως το «rap battle» της πρώτης εμφάνισης του Συρανό στην ταινία.

Η δράση τοποθετείται στην Σικελία και ο Ράιτ δανείζεται την μπαρόκ αρχιτεκτονική του χώρου, αντιπαραβάλλει το πετρόχτιστο ντεκόρ με την ευαισθησία της βασικής τριάδας των πρωταγωνιστών και πλησιάζει ακόμα πιο ουσιαστικά το «πείραμα» της θεατράλ «Άννας Καρένινα» (2012), της πιο συγγενικής με το «Συρανό» ταινίας του. Χωρίς να ξεχνά την επιδεικτική του τάση, στήνει μεταξύ άλλων δυο θαυμάσιες σκηνές, δείγματα καλαισθησίας (ο χορός στην προβλήτα) και ζωηρής τόλμης (η μάχη στους πρόποδες του ενεργού ηφαιστείου της Αίτνας), μεταχειρίζεται αεικίνητα την κάμερα (το μονοπλάνο της βραδινής σπαθομαχίας) και ακολουθεί την ρέουσα κινησιολογία κυκλοτερών σχηματισμών του σπουδαίου χορογράφου Σιντί Λαρμπί Τσερκαουί, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην «Καρένινα». Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως ο Ράιτ δεν κινηματογραφεί τον «Συρανό» ως μία φάρσα, όπως αρκετοί από τους προκατόχους του. Ο «Συρανό» του δεν είναι ερωτική κωμωδία καταστάσεων, αλλά ανάλαφρο δράμα χαρακτήρων, που μέσα στον άφατο ρομαντισμό και τον πνευματώδη (αυτο)σαρκασμό βιώνουν μία προσωπική τραγωδία. Ο Ράιτ εντοπίζει το χιούμορ, υπογραμμίζει λιτά ό,τι είναι απαραίτητο (το απογυμνωμένο φινάλε) και αναδεικνύει το δράμα (τα γράμματα των στρατιωτών στον πόλεμο συνοδεία του «Wherever I Fall»)

Μία ωφέλιμη εξιλέωση, μία συγκινητική υπερηφάνεια απέναντι σε κάθε κυνική προκατάληψη

Κι ερχόμαστε στο μεγαλύτερο ατού της ταινίας, την ερμηνεία του Πίτερ Ντίνκλατζ. Εκεί που σε όλες τις προηγούμενες μεταφορές, ο βασικός πρωταγωνιστής κρύβει πίσω από μία πρόσθετη μύτη την ανασφάλεια του Συρανό (και τη ματαιοδοξία του επαγγέλματος), εδώ ο Ντίνκλατζ υψώνει ερμηνευτικό ανάστημα και συμπυκνώνει την θλίψη ενός ερωτευμένου ανθρώπου που τα φυσικά χαρακτηριστικά του αποτρέπουν την ευτυχία του. Ο χαρισματικός Ντίνκλατζ πείθει, δεν υποκρίνεται, και στην ειλικρίνεια του βλέμματός του συγκρούονται οδυνηρά η δυναμική, μάχιμη περσόνα του Συρανό-στρατηγού, η διαυγής, περιπαιχτική ευγλωττία του Συρανό-ποιητή και ο σπαραχτικός πόνος του Συρανό-εραστή. Δεν χρειάζεται τίποτα πρόσθετο για να επικοινωνήσει με ρεαλισμό τον πόνο του. Σίγουρα η φωνή του δεν είναι μελωδική, αλλά είναι «πραγματική» και αυτό κάνει τον δικό του Συρανό ακόμα πιο ακαταμάχητο. Κρίμα που η ερμηνεία του δεν επισημάνθηκε στις υποψηφιότητες της Ακαδημίας, θα έχουμε τουλάχιστον την ταινία ως αναφορά.

Μαζί με τον Ντίνκλατζ, η Χέιλι Μπένετ υποδύεται ξανά την Ρωξάνη (οι δυο τους ήταν οι Συρανό - Ρωξάνη του θεατρικού) και την επανεφευρίσκει ως μία σοφιστικέ, ανεξάρτητη και μερικές φορές αυτάρεσκη γυναίκα, που γνωρίζει καλά τι επιθυμεί. Ο Κέλβιν Χάρισον Τζ. συμπληρώνει το ερωτικό τρίγωνο με ερωτοχτυπημένη νεανική γοητεία και ο Μπεν Μέντελσον στον ρόλο του Δούκα του Γκις, εμφανίζεται ως στερεοτυπικά βλοσυρός, αλλά και διασκεδαστικά «κακιασμένος» (το τραγούδι του «What I Deserve», ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα της ταινίας, είναι ένας παράδοξος συγκερασμός Άντριου Λόιντ Γουέμπερ και ‘90s Ντίσνεϊ).

Σε πλήρη αρμονία με την ρομαντική διάθεση της λογοτεχνικής πηγής και του πραγματικού Συρανό (του Γάλλου δραματουργού και στρατιωτικού που έζησε τον 17ο αιώνα), ο Ράιτ ενορχηστρώνει έναν καλοκουρδισμένο θίασο και φιλοτεχνεί έναν ύμνο στην «ομορφιά» του κάλλους και του σινεμά. Υιοθετεί απερίφραστα την οπτική γλώσσα του μιούζικαλ (όχι όπως ο έτερος Βρετανός Τομ Χούπερ στους μετριοπαθείς «Άθλιους» και στις εφιαλτικές «Γάτες») και προβάλλει έναν παλιομοδίτικο μοντερνισμό. «Ήθελα να κάνω κάτι όμορφο», είχε δηλώσει  σχετικά και ο «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του είναι όντως μία ωφέλιμη εξιλέωση, μία συγκινητική υπερηφάνεια απέναντι σε κάθε κυνική προκατάληψη.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Συρανό ντε Μπερζεράκ
  • Συρανό ντε Μπερζεράκ