Στα Βάθη του Χειμώνα
Dead of Winter

Μια μεσήλικη γυναίκα ταξιδεύει για προσωπικό της λόγο, εν μέσω άγριας χιονοθύελλας, προς μια λίμνη της βόρειας Μινεσότα. Καθ’ οδόν όμως θα υποψιαστεί ότι βρίσκεται ενώπιον της εν εξελίξει απαγωγής μιας νεαρής κοπέλας από ένα ζευγάρι. Μια δυνητικά καλή ιστορία, με δύο -κατά βάση- γερές γυναικείες παρουσίες, υποσκάπτεται από ένα ερασιτεχνικό σενάριο και μια ευτελή σκηνοθεσία εντυπώσεων.
Η φύση τούτης της κριτικής απαγορεύει τα spoiler. Βέβαια το ότι η ταινία έρχεται από το εξωτερικό με πολλές εύφημες μνείες (και μια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Λοκάρνο!) υπαγορεύει κάποιες στοιχειώδεις αναφορές στα επί της οθόνης τεκταινόμενα, ούτως ώστε και (πρωτίστως) η κριτική αναφορά να γίνει -κατά το δυνατόν- ορθά, αλλά και να επισημανθούν αντικειμενικά σημεία του φιλμ αντιπαρατιθέμενα με έτερες αποτιμήσεις του έργου. Παρά το γεγονός ότι μια ταινία αφήνει στον καθένα ένα ειδικό αποτύπωμα συντεθειμένο συναρτήσει όχι μόνο προσωπικών γνωστικών και ιδεολογικών αποχρώσεων αλλά και ψυχολογικής κατάστασης την στιγμή της θέασης (πράγματα από τα οποία δεν ξεφεύγει κανείς μας), το κινηματογραφικό έργο εξακολουθεί να παρέχει αντικειμενικά σημεία προς ερμηνεία. Άλλοι τα ερμηνεύουμε δυσμενώς, άλλοι το αντίθετο και κάποιοι τρίτοι τα αψηφούμε (ή τα…χάνουμε, άνθρωποι είμαστε) και καθεμία οδός φτάνει σε διαφορετική άποψη. Όλα τούτα μπορεί να φαίνονται κάπως υπερβολικά για μια ταινία τόσο χαμηλής (κατά τον υπογράφοντα) στάθμης, ωστόσο οποιαδήποτε ταινία μπορεί να δώσει αφορμές κριτικής.
η ταινία δεν παίζει, κάπως μοντέρνα, με το θέμα της, δεν έχει συναίσθηση της δράσης της, δεν υπολογίζει πτυχές της πρόσληψής της, αλλά πραγματικά εννοεί ταυτιστικά όσα δείχνει
Ακολουθούν SPOILERS, όχι καταστροφικά για την αγωνία του έργου αλλά εν μέρει αποκαλυπτικά για την πλοκή του. Προτείνεται στον ενδιαφερόμενο η ανάγνωση να ακολουθήσει την θέαση, που είναι άλλωστε και η φυσική ροή των πραγμάτων στην σχέση κριτικής και σινεφίλ.
Ένα θεαματικό και δραματουργικά/καλλιτεχνικά ευτελές πρόβλημα στον κινηματογράφο είναι όταν ακούσια το σενάριο, μέσα από συμπτώσεις, ανακρίβειες και αμέλεια επιχειρεί να αρθρώσει και να προωθήσει μια ιστορία με διάφανους τους μηχανισμούς του. Πράγμα που γίνεται χείριστο όταν η σκηνοθεσία όχι μόνο παραβλέπει τα παραπάνω, αλλά τα υπογραμμίζει. Και είναι ολέθριο όταν στο ελάττωμα προσθέτει την προσβολή που καταφέρνει η υπερβολή και η εξωφρενικότητα. Εκεί καταλαβαίνεις ότι η ταινία δεν παίζει, κάπως μοντέρνα, με το θέμα της, δεν έχει συναίσθηση της δράσης της, δεν υπολογίζει πτυχές της πρόσληψής της, αλλά πραγματικά εννοεί ταυτιστικά όσα δείχνει.
Η ταινία ξεκινά με την πάγια σημαντική Έμα Τόμσον – σε τολμηρό ρόλο φουλ επαρχιώτισσας Αμερικάνας – να οδηγεί σε μια τρομακτική χιονοθύελλα κατευθυνόμενη στην απίθανη ερημιά μια απέραντης παγωμένης λίμνης. Οδηγεί με την βεβαιότητα ενός Κάρλος Σάινθ στο Ράλι των 1000 Λιμνών (σήμερα Ράλι Φινλανδίας – καλή ώρα όπου και γυρίστηκε το έργο), ή στο Ράλι της Σουηδίας το κατά παράδοση χιονισμένο ράλι. Υποθέτεις δεδομένα πως το όχημα φορά αντιολισθητικές αλυσίδες. Λίγο αργότερα θα αποκαλυφθεί ότι δεν φορά και θα κολλήσει σε μια ανωφέρεια. Το κόλλημα του αυτοκινήτου εκεί έχει μεγάλη και διπλή σημασία για την πλοκή σε διαφορετικές μάλιστα στιγμές της ιστορίας.
Έπειτα, η πρωταγωνίστρια θα δει μέσα από το νοτισμένο τζάμι ενός υπογείου την απαχθείσα. Θα της γράψει στο τζάμι ότι δεν θα την εγκαταλείψει (πιο…πολύλογα). Παρά την ευφυία της να γράψει τόσο γρήγορα και τόσο σωστά «ανάποδα» (ώστε να διαβάζει από μέσα η αιχμάλωτη) φεύγοντας δεν θα σβήσει ότι έγραψε. Το οποίο σχεδόν αμέσως θα αποκαλύψουν «οι κακοί» βέβαια (αν και ήδη υπήρχαν ίχνη στο χιόνι που θα προωθούσαν την δράση – τα οποία επίσης δεν κάλυψε κάπως, ο Ντάνι είναι έξι στη «Λάμψη» και το κάνει) οπότε και θα ξεκινήσει το κυνηγητό. Το πρόβλημα εδώ σηκώνει κουβέντα αλλά καταλαβαίνετε την λογική με βάση τον σεναριακό μηχανισμό.
Λίγο αργότερα, σε μια καλύβα πάνω στον πάγο, την οποία (για όνομα του Θεού) η ταινία υπαινίσσεται ότι η πρωταγωνίστρια ανόρθωσε στο άψε-σβήσε) στη μέση της παγωμένης λίμνης, ένας εκ των κακών θα πέσει μέσα σε μια τρύπα στον πάγο (που επίσης πρόλαβε να φτιάξει ως παγίδα η πολυμήχανη ηρωίδα). Σα να μη συμβαίνει τίποτε, λίγο αργότερα, θα βρει και το όπλο του εκεί. Έπεσε μες το νερό και…επέπλευσε; Πετάχτηκε έξω (αυτό συνέβη, αλλά το πλάνο όποιος το πρόλαβε…) κι απλώς το ζεύγος των κακών το άφησε πίσω από αμέλεια; Όπως καταλαβαίνετε και το όπλο θα παίξει τον πολλαπλό ρόλο του στη συνέχεια.
Αυτά είναι μόνο στην περίπου πρώτη μισή ώρα του έργου. Αν κάποιος θεατής δεν «πετάγεται έξω» από την ταινία, ολίγον τι σκωπτικά αποξενωμένος από ένα σενάριο και μια σκηνοθεσία που κάνουν ό,τι τους βολεύει για να προχωρήσει η ιστορία, μπράβο του, είναι ευτυχής, ευχαριστιέται σινεμά σαν μικρό παιδί – κάτι που στο κάτω-κάτω όλοι οι σινεφίλ κάποτε αποζητούμε. Όμως τέτοια συμπτώματα προδίδουν προχειρότητα. Είναι άλλο πράγμα να σου ζητά ο Τζέιμς Μποντ να πιστεύεις ανδραγαθίες, άλλο να πετάει ο Σούπερμαν, άλλο να κρατά ο Ίθαν Χαντ μισή ώρα την αναπνοή του, και να στρογγυλοκάθεσαι ευχαριστημένος, κι άλλο να επαγγέλλεσαι ρεαλισμό και να είσαι τόσο διάτρητος. Κατάλαβαν οι δημιουργοί ότι «επαφίενται στην καλοσύνη των ξένων»; Τους ξέφυγε εντελώς; Το δικαιολογούν μέσα στην ταινία με κάποιον δικό τους τρόπο ή έξω από την ταινία με μια συγχωρετική αναστολή δυσπιστίας γιατί «η ιστορία προέχει»; (Εντυπωσιακά και ειρωνικά ακούγονται φράσεις εντός του δράματος που επισημαίνουν τα λάθη, τουλάχιστον υπάρχει αυτογνωσία.) Θα πείτε κι εσείς, ίσως η αιτιολογία των «απλών ανθρώπων σε ασυνήθιστες περιστάσεις» σάς αρκέσει.
μια λύσσα επιβιωτικής μάχης που εκπίπτει από την συγκίνηση στον στόμφο κι από την συμπόνια στην κινηματογραφική αποστροφή
Η συνέχεια είναι ακόμα χειρότερη. Αλλά πρέπει να εκτεθεί ως εξαιρετικό παράδειγμα μιας ταινίας, ας πούμε ευγενούς πρόθεσης, η οποία περιγράφει λεπτομερώς σκηνές διαδικασίας (η Έμμα Τόμσον ράβει το χέρι της σαν άλλος Ράμπο σε περίπου 15 φορές παραπάνω φιλμικό χρόνο) δίχως να συναισθάνεται ότι απομακρύνεται ολοένα από το πιστευτό ή, έστω, το δραματικά εύλογο. Έτσι φτάνουμε στην εξωφρενικότητα που προαναφέρθηκε, διότι τα τεκταινόμενα, όχι μόνο στην εξωτερική μα και στην εσωτερική δράση (μια γυναίκα σε βαθύ πένθος απώλειας), όσο διαπλέκονται με το στανιό τόσο απομακρύνονται (και τα δύο) από την πειθώ. Υπάρχουν σκηνές μακρηγορίας (σε μια πλήρως μελοδραματική από αυτές ακόμα και η Έμμα Τόμσον χάνει συστηματικά τον τονισμό της αμερικάνικης προφοράς της, αλλά κανένας μάλλον δεν τόλμησε να την διακόψει), σκηνές που λησμονούνται πρόσωπα και κοντινά πλάνα (πρακτικά μιλάμε για δράμα χαρακτήρων, ασυγχώρητο να λείπει η έκφραση του προσώπου – η Τόμσον γλιτώνει), σκηνές απειθάρχητα χονδροειδούς δράσης (και στο προβλέψιμο φινάλε) στις οποίες αρνείται πεισματικά η σκηνοθεσία να αναγνωρίσει όχι απλά την δυνατότητα σασπένς αλλά έστω το εύλογο του ότι η δράση ενός χαρακτήρα μπορεί να γίνει αντιληπτή και, άρα, να βρεθεί σε κίνδυνο. (Η σκηνή με τον πομπό στο αυτοκίνητο ή αυτή στο υπόγειο με τις χειροπέδες είναι χαρακτηριστικές.)
Όμως, αληθινά, ως εδώ. Ως μέτρια κατασκευαστικά ταινία, έχει πραγματικά μια σωρεία σκηνών, απιθανοτήτων, υπερβολών, παραδοξολογιών που αν την έβλεπες με κάποιον θα μπορούσες να επισημαίνεις διαρκώς. Η μουσική δε χρήση, γίνεται τόσο αδιάκριτη και θορυβώδης σε κάποιες σκηνές, που απορείς, κοινότοπα ίσως, με το γούστο της σκηνοθεσίας. Όπως απορείς και με την πολύτιμη Τόμσον και την απρόσμενα επιλεγμένη, πάντα εξυπηρετική (και παραγνωρισμένη) Τζούντι Γκριρ που δίνουν αδιαμαρτύρητα (;) ένα δικό τους ρεσιτάλ. Όχι δυστυχώς σε ρόλους που αποπληρώνουν (ειδικά η Γκριρ), αλλά σε μια λύσσα επιβιωτικής μάχης που εκπίπτει από την συγκίνηση στον στόμφο κι από την συμπόνια στην κινηματογραφική αποστροφή.
Επειδή όμως όλα αυτά ίσως είναι μια εσφαλμένη πρόσληψη που υπερτονίζει το ελάττωμα αντί να το συγχωρήσει και να δει την αρετή, δεν έχετε παρά να το δείτε και εσείς. Και κακώς διαβάσατε ως εδώ, αφού έχει spoiler είπαμε.