Αγαπητοί Σύντροφοι!
Dear Comrades!

Ο βετεράνος Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Κοντσαλόφσκι μας μεταφέρει στη Σοβιετική Ένωση του 1962 αφηγούμενος την αληθινή ιστορία μιας απεργιακής κινητοποίησης που πνίγηκε στο αίμα. Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2020.
Με τη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία να τη φορτίζει ακόμα περισσότερο σε συμβολικό επίπεδο, η νέα ταινία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες γεμάτη οργή για μια καταδυναστευτική εξουσία. Σε μέρες θολής κρίσης όπου η καλλιτεχνική δημιουργία εκ Ρωσίας τρώει συλλήβδην το ανάθεμα στο όνομα μιας υστερικής σύνδεσης με το καθεστώς Πούτιν, το «Αγαπητοί Σύντροφοι!» έρχεται σαν υπενθύμιση πως η τέχνη στέκει (ή τέλος πάντων οφείλει να στέκει) απέναντι στο άδικο και τον ισχυρό.
Τιμημένο με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2020, το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα φιλμ του βετεράνου Ρώσου δημιουργού μας πάει πίσω στη Σοβιετική Ένωση του 1962. Τότε που ο Κόκκινος Στρατός και η KGB έπνιξαν στο αίμα τις εργατικές κινητοποιήσεις στο Νοβοτσερκάσκ ανοίγοντας πυρ εναντίον ενός άοπλου πλήθους που απεργούσε διαμαρτυρόμενο για τις μειώσεις στους μισθούς και τη διαρκή αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά. Κεντρική φιγούρα εδώ η Λιουντμίλα, πρώην βετεράνα του πολέμου και αφοσιωμένο μέλος του Κόμματος που θα δει την σφριγηλή ιδεολογία της να κλονίζεται καθώς αναζητά την 18χρονη κόρη της, στον απόηχο ενός μακελειού που οι Σοβιετικές Αρχές προσπαθούν να συγκαλύψουν άμεσα.
Στο ασπρόμαυρο κάδρο της ταινίας του, ο Κοντσαλόφσκι συμπεριλαμβάνει όλες τις γκρι αποχρώσεις ενός θεάτρου του παραλόγου
Το κοινό του «Αγαπητοί Σύντροφοι!» θα δει να ξεδιπλώνονται όλα τα λογικά σφάλματα ενός βραχυκυκλωμένου συστήματος. Πώς γίνεται να απεργούν εργάτες σε μία σοσιαλιστική χώρα, πώς είναι δυνατόν ένα κράτος εργατών να δολοφονεί εργάτες, πώς μπορεί το Κόμμα να κάνει λάθος, πώς νοείται ελευθερία δίχως διαφωνία κ.ο.κ. Θα ακολουθήσει παράλληλα την εξαιρετική Γιούλια Βισόβσκαγια να υποδύεται μια σκληροτράχηλη ηρωίδα που μοιάζει με τσακισμένο ατσάλι, κατ’ αναλογία με τον «ατσαλένιο» Στάλιν που η Λιουντμίλα εξακολουθεί χαμηλόφωνα να θαυμάζει, παρότι ο μύθος του έχει επί ηγεσίας Χρουστσόφ πλέον συντριβεί. Και φυσικά, θα την ακούσει μέσα στη βουβή της οδύσσεια να τραγουδά το ίδιο πατριωτικό τραγούδι ξανά και ξανά, σαν από πείσμα. Ή σαν να προσπαθεί να αυτοκατηχηθεί, με την ίδια ένταση που και η ίδια ποδηγετούσε συντρόφους στην τοπική οργάνωση του Κόμματος.
Στο μεταξύ, στο ασπρόμαυρο κάδρο της ταινίας του ο Κοντσαλόφσκι συμπεριλαμβάνει όλες τις γκρι αποχρώσεις ενός θεάτρου του παραλόγου, εκεί όπου μια ποτισμένη στο αίμα άσφαλτος και μια πρόχειρη, φρέσκια επίστρωση συναντώνται χρωματικά αλλά κυρίως σημειολογικά. Τον ενδιαφέρουν άλλωστε τόσο τα στοιχεία της απόκρυψης και της συγκάλυψης - που διαδικασιακά εδώ θυμίζουν τρομερά το τηλεοπτικό «Τσερνόμπιλ» - όσο και αυτό του διχασμού, ενός διχασμού πρωτίστως συνειδησιακού που πάει πακέτο με την υπαρξιακή αποξένωση. Συχνά, τα εσωτερικά του πλάνα χωρίζονται εγκάρσια από την κάσα μιας πόρτας, με τους χαρακτήρες να βρίσκονται απομονωμένοι είτε στο αριστερό, είτε στο δεξί δωμάτιο. Και όποτε τυχαίνει να επικοινωνούν εκείνη τη στιγμή, στα μάτια μας φαίνονται να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, με μόνιμο τον φόβο ότι κάποιος άλλος, όχι εμπιστοσύνης, μπορεί να βρίσκεται στο δίπλα δωμάτιο.
Με το παραπάνω, ομολογουμένως εύστοχο μοτίβο οπτικής σύνθεσης, ο Κοντσαλόφσκι αποτυπώνει την προβληματική της ταινίας του πάνω σε δυαδικές έννοιες όπως η ατομικότητα και το σύνολο, η αλήθεια και το ψέμα, το σωστό και το λάθος, το καλό και το κακό, έννοιες που στα χρόνια της σοβιετικής πραγματικότητας απέκτησαν συχνά μια διασχιστική διάσταση. Μήπως όμως αυτός είναι ο λόγος που το ζοφερό «Αγαπητοί Σύντροφοι!» κλείνει ερχόμενο να ξεθάψει κάτι από τη χαμένη μας ελπίδα, μέσα σε ένα ασφαλώς διασχιστικό με βάση τα όσα έχουν προηγηθεί φινάλε;