Ο Δρόμος της Εξιλέωσης
Desperation Road

Ένας άνδρας αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο πατρικό του. Μια γυναίκα με την μικρή της κόρη πέφτει θύμα βιασμού. Οι δύο τους όμως είναι ενωμένοι με το νήμα της Μοίρας, το παρελθόν δεν έχει κλείσει ακόμα τους λογαριασμούς του. Indie αισθητική μιας εντιμότητας, που δυστυχώς συνιστά μια χαμένη ευκαιρία.
Προσωπικά μιλώντας, είχα δυο καλούς λόγους να εναποθέσω ελπίδες στο έργο. Το ένα, πάγιο, ο Μελ Γκίμπσον. Μεγάλος κινηματογραφικός ηθοποιός, που δεν έχει πάψει να το αποδεικνύει και όλα αυτά τα πέτρινα 15 χρόνια που το mainstream, κατά βάση, τον περιφρονεί. Η ευσυνειδησία του, ωστόσο, παροιμιώδης: Σχεδόν δύο ταινίες κάθε χρόνο, τις περισσότερες φορές εξαιρετικά αναντίστοιχες του βεληνεκούς του. Αυτός σταθερά εκεί, υπηρέτης. Δεν του λες μπράβο που κάνει τη δουλειά του, του το λες γιατί έχει κατατροπώσει το star εγώ του.
Τόση μουσική υπογράμμιση όχι μόνο υποδηλώνει δυσπιστία στην ιστορία (αδικαιολόγητη, καλή ιστορία είναι), αλλά και μια απειρία ως προς τις ισορροπίες
Ο άλλος μια έμφυτη συμπάθεια στην σκηνοθέτιδα, παρότι αγνοώ το ντεμπούτο της, «Continue» (2022), το οποίο αριθμεί 52 θεατές στο imdb την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η διανομή του υπήρξε προφανώς ανύπαρκτη. Κρίνοντας από το σκληρό αυτοβιογραφικό θέμα της ταινίας αυτής, από το ότι αναλαμβάνει θαρραλέα όλους τους δημιουργικούς ρόλους (Σενάριο, Σκηνοθεσία, Ερμηνεία), αλλά και από την ροκ εικόνα της, ανεβαίνω στο όχημα. Το πολύ hip έβλαψε (και) το σινεμά. Η αισθητική που επιλέγεται είναι βολικά η indie, μια αισθητική πολύπαθη μεν, σταθερά όμως προσανατολισμένη σε ανθρώπινες ιστορίες, ανθρώπινα ειπωμένες – έστω κι αν αυτό πάμπολλες φορές συμπαρασύρει μια τόσο αφιλόδοξη αύρα που να καταλήγει στο μπανάλ. Κι αφού ήθελε και τον Γκίμπσον παρόντα, μια συμφωνία (εκ μέρους μου) στοιχειοθετήθηκε.
Χάσαμε. Για την ακρίβεια οι ερμηνείες σώζονται – αν και η διαφορά κλάσης Γκίμπσον-υπολοίπων είναι βροντώδης στα μάτια μου. Σώζεται και το πνεύμα μιας ιστορίας πάνω στο τραύμα και την συγχώρεση που συχνά έρχεται με την σοφία μιας αναπόδραστης Μοίρας. Η οποία Μοίρα αποτελεί και το θεωρούμενο εδώ, ως ένα ανθρώπινο γεγονός όμως, όχι ως μια μεταφυσική δέσμη. Και πάλι η σύμπτωση της ιστορίας είναι ελαφρώς δύσπεπτη, αλλά αφού η ταινία είναι πάνω σ’ αυτή, γιατί να την γλιτώνουν κάτι Ινιάριτου και όχι και η Νεϊντίν Κρόκερ.
Χάσαμε στα ουσιώδη της παρασκευής. Η Κρόκερ μελοποιεί υπερβολικά το δράμα της, εξαρχής. Τόση μουσική υπογράμμιση όχι μόνο υποδηλώνει δυσπιστία στην ιστορία (αδικαιολόγητη, καλή ιστορία είναι), αλλά και μια απειρία ως προς τις ισορροπίες. Από την αρχή έβλεπες κάτι που αισθανόσουν ότι ανήκε σε έναν επίλογο.
Πλην του μελοδράματος, το έργο πλήττεται και από υποστηρικτικούς χαρακτήρες που δεν έχουν κάτι να υποστηρίξουν. Οι παράπλευρες ιστορίες υπονοούνται, αλλά αν δείχνονταν, αν οι άνθρωποι αναπτύσσονταν, η εικόνα θα αποκτούσε ένα βάθος κι ένα εύρος πεδίου. Και τέλος, λείπει η ένταση. Ούτε ο διάλογος, αλλά ούτε και η εξαρχής δόμηση, συντείνουν σε μια δραματική κορύφωση, η ταινία μοιάζει να θέλει να συντροφεύσει ανθρώπους που γυρεύουν την ησυχία τους. Ίσως για κάποιους αυτό να είναι και εκλεπτυσμένο προσόν, προσωπικά δεν τα κατάφερα.
Κρίμα λοιπόν, μένουν οι ερμηνευτικές στιγμές και η τιμιότητα μιας ταινίας καταδικασμένης σε αφάνεια – αν μη τι άλλο και από ένα τραγικό μάρκετινγκ: Το πόστερ της ταινίας δύσκολα θα ανήκε σε διαφορετικότερο έργο.