Dracula
Dracula: A Love Tale

Η ιστορία του Κόμη Δράκουλα, ξανά, με σαφή έμφαση στην ρομαντική ιστορία. Ο Λικ Μπεσόν πεζοπορεί εκ νέου σε πολυπερπατημένα μονοπάτια, αυτός και οι συνεργάτες του αντλούν από όπου βρίσκουν πρόσφορο και σερβίρουν μια ακόμα εξιστόρηση ενός φολκ-τεχνο-μύθου που ενώ έχει πέσει νοκ-άουτ από την κατάχρηση, (καθόλου;) μυστηριωδώς εξακολουθεί και αναπνέει.
Όση περισσότερη σχέση έχει κανείς με τις ενσαρκώσεις του Καρπάθιου Κόμη στο σινεμά, τόσο περισσότερο θα φράζουν αγγεία και θα καίγονται συνάψεις στο μυαλό του παρακολουθώντας μια ταινία σκωπτική, επιπόλαιη, μιμητική και, ομολογώ έκπληκτα, κάπως λειτουργική τελικά.
Στο πρώτο ημίωρο είναι σαφές ότι δεν υπάρχει νέο σενάριο αλλά άσεμνο (και μαζί…σεβάσμιο) ξαναστήσιμο του «Δράκουλα» του Κόπολα. Άλλωστε αυτή μαζί με την ταινία του Νταν Κέρτις (σε σενάριο Ρίτσαρντ Μάθισον!) από το 1974 είναι οι άμεσες πηγές του Μπεσόν μιας και θέλει να κάνει κυρίως ρομαντική ιστορία ανάμεσα στον 400ετή Βλαντ τον Πασσαλωτή και την νεαρότατη (ψυχικώς γηραιά) Μίνα Χάρκερ, κάποτε (με φωνή Όλντμαν) Ε-λι-ζα-μπέεεε-τα του 15ου αιώνα. Στο βιβλίο δεν έχει πολλές τέτοιες παραφυάδες ο μύθος. Στο σινεμά, πλέον, έχει – ιδίως αν βάλεις και τους «Νοσφεράτου». Από εκεί κι έπειτα στο έργο ξεκινούν οι παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Είναι όλες τους πιο προσγειωμένες σε μια αντι-horror λογική, ενός σκηνοθέτη που δεν αγαπά/υπολήπτεται το είδος. Είναι πρακτικός storyteller με ένστικτο προς το θέαμα του μεγάλου κοινού, αλλά είναι και αρκετά ευφυής ώστε να έχει μια σειρά ιδεών (οπτικών, κυρίως) για να υποστυλώσει έργο. Λεπτομέρεια ενδεικτική όλων των παραπάνω; Ο Κόμης δεν έχει πια Νύφες στο Κάστρο του, δεν τους δίνει μωράκια για να τις κατευνάσει. Έχει μια ομάδα από πρόθυμα (ψηφιακότατα) γκαργκόιλς – αυτά τα γκροτέσκ πέτρινα δαιμονάκια της Παναγίας των Παρισίων. Με το τίποτα ο Μπεσόν έφερε την ταινία στην ατμόσφαιρα της Γαλλίας και μαζί κατάφερε ένα ενέσιμο σκώμματος που θα του φανεί χρήσιμο σε όλο το έργο.
Ο Λάντρι Τζόουνς εξυπηρετεί τον rom-camp (το είδαμε κι αυτό) χαρακτήρα που ο Μπεσόν εναγκαλίζεται
Αρχικά είναι πως θα σταθεί κανείς έναντι των εντελώς σκόπιμων επιλογών – αυτή μπορεί να είναι η πιο ελεγχόμενη, ακριβής ταινία του (πάντα «χαλαρού») Μπεσόν εδώ και χρόνια. Ο Βαν Χέλσινγκ (απλώς «Ιερέας») του Κρίστοφ Βαλτζ είναι ένας απολαυστικός, κάπως βαριεστημένος, στωικός τύπος σε αποστολή, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πασσαλώσει στην καρδιά αλλά και να κάνει μια θεολογική απολογία που μπορεί ακόμα και να αλλάξει τα μυαλά του αφεντικού της ταινίας. Η Μίνα της Ζόι Μπλου (άλλη μια χολιγουντιανή κόρη – αυτή τη φορά της Ροζάν Αρκέτ - σε ρόλο αντικείμενου έρωτος) δεν μπορώ να καταλήξω εάν είναι ατυχές απότοκο μιας εποχής άνευ ρομαντικού ενστίκτου στην ερμηνεία, ή απλώς στέρεα, κυρίως άβουλη, αναπαράσταση ανδρικού βλέμματος. Κυριότερα όλων, ο master (τώρα με φωνή Ρένφιλντ – Τομ Γουέιτς, μόνο – παρότι εδώ ο Ρένφιλντ είναι αιματοφάγος, νυμφομανής Μαρία της κεφάτης Ματίλντα ντε Άντζελις ), αυτή η περίπτωση φάτσας και ηθοποιού, ο Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς, ο λόγος, κατά τον Μπεσόν, που έπρεπε να γίνει αυτός ο «Δράκουλας», μετά την προηγούμενη συνεργασία τους. Ο Λάντρι Τζόουνς εξυπηρετεί τον rom-camp (το είδαμε κι αυτό) χαρακτήρα που ο Μπεσόν εναγκαλίζεται, έχει το deadpan να εκστομίζει ετοιμόλογα σχόλια και να βγαίνουν με τη γλώσσα στο μάγουλο. Μπορεί να είναι «Δράκουλας»; Με το βαρύ μέικ απ και την μιμητική κώμη (όλα τους από το 1992) είναι επαρκής. Χωρίς την μάσκα του τμήματος Μακιγιάζ & Κομμώσεων έχει κάτι φυσιογνωμικό (πάντα για αυτόν τον θεατή) που εκτροχιάζει κάθε έννοια ρομαντικού πάθους. Άλλος θα πει, πάντως, ότι κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τον εδώ ρόλο. Σίγουρα το παλεύει και, να πούμε και κάτι ευνοϊκό, πετυχαίνει έναν συνδυασμό ιπποτισμού και παιδικότητας που ο ρόλος ίσως δεν περιείχε ποτέ.
καμμία τύχη πλην της παράδοσης μιας σκόπιμα ετερόκλητης παραγωγής, που είναι καλοφτιαγμένη, διασκεδαστική και άδεια
Έπειτα, και βασικότερο εκτιμώ, είναι η λογική Μπεσόν στο σινεμά του. Λογική που ίσως δεν άλλαξε ποτέ, αλλά οι εποχές είναι αμείλικτες. To τρομερό παιδί του ’80, τόσες δεκαετίες μετά, μοιάζει με κάτι progressive rockers του ’70 που την επόμενη δεκαετία εξέπεσαν μεμιάς (κάποιοι ανεπιστρεπτί) προσπαθώντας με κάτι ανόητες παραγωγές να παραμείνουν ευλογημένα/καταραμένα σχετικοί στην αλλαγμένη πραγματικότητα. Ο Μπεσόν δεν μπορεί να κάνει σοβαρή ταινία, ταινία που να έχει συνοχή απέναντι στο θέμα της. Το θέμα της είναι περισσότερο ο ίδιος ο Μπεσόν και τα άλλοτε χαριτωμένα - άλλοτε ευτελή παιχνίδια του, είτε είμαστε σε sci-fi ποπ όπερα, είτε στην Ιωάννα της Λωραίνης, ή σε μοντέρνο blockbuster ή σε διασκευή κλασικής ιστορίας. Έχει ένα χιούμορ («θα είμαστε ευτυχισμένοι σε όλη σου τη ζωή» λέει η βαμπιρο-Μαρία στον δύσμοιρο σύζυγο), έχει μια ρέουσα ελαφρότητα, έχει και κάποιες εξωφρενικές ιδέες που μυστηριωδώς λειτουργούν (η καλύτερη οδηγεί σε ένα τρελό μοναστηριακό όργιο που λειτουργεί και ως δραστικό λίφτινγκ) ίσως γιατί ξέρει να στήνει καλύτερα από τους πιο πολλούς. Όμως σκηνοθεσία δεν είναι μοναχά αυτό. Είναι και η πειθώ που φέρνει η τονική συνοχή. Η ενορχήστρωση της ερωτικής ιστορίας, του matter of fact Ιερέα, της ρομαντικής θυσίας, των σινεφίλ αναφορών και της ελαφρότητας που αδειάζει κάθε σοβαρή θέαση προς την εκτονωτική μεριά ενός διάχυτου «δεν πιστεύω σε τίποτα απ’ ότι κάνω, ας γελάσουμε λοιπόν», θα μπορούσε να έχει μια τύχη εάν σκηνοθέτης ήταν ένας Ρομάν Πολάνσκι στις πιο μεγάλες φόρμες του. (Μια τέτοια ενορχήστρωση παράταιρων δεν είναι άλλωστε το «Μωρό της Ρόζμαρι»;) Εδώ δεν μπορεί να έχει καμμία τύχη πλην της παράδοσης μιας σκόπιμα ετερόκλητης παραγωγής, που είναι καλοφτιαγμένη, διασκεδαστική και άδεια.
Και μιας και το ανέφερα: Εργατικός ο Ντάνι Έλφμαν στην μουσική, χαριτωμένος, υπογραμμιστικός και ωφέλιμος στο οργανωμένο παραλήρημα, αν και σε λειτουργική φάση πλήρους μίμησης και αυτός, από τον Τζον Γουίλιαμς και τον Βόιτσεκ Κιλάρ – που πας φίλε μας; – μέχρι, ναι ακόμα και αυτόν τον Κρίστοφ Κομέντα της μεγαλειότατης «Ρόζμαρι».