Πριν το Τέλος
Dying

Για πολλούς η ταινία που έπρεπε να είχε κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου, το τρίωρο οικογενειακό έπος του Ματίας Γκλάσνερ («Ελεύθερη Βούληση»), το οποίο ενθουσίασε το ελληνικό κοινό στην πρώτη προβολή του τον περασμένο Οκτώβρη στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας, είναι μια δεξιοτεχνική τραγικωμωδία πολλαπλών διαθέσεων και έξοχων ερμηνειών, τιμημένη με την Αργυρή Άρκτο Καλύτερου Σεναρίου και αντιπροσωπευτική ενός υποδειγματικού γερμανικού σινεμά που θα έπρεπε να βλέπαμε όλο και συχνότερα.
Θέλει κότσια για να ξεκινήσει κανείς την ταινία του με την απελπιστική εικόνα μιας ηλικιωμένης γυναίκας και του συζύγου της, αντιμέτωπους με τη σταδιακή σωματική και διανοητική τους κατάπτωση. Κότσια για να μην χάσει το ήδη γενναίο κοινό που έχει αποφασίσει να κόψει εισιτήριο σε μια τρίωρη ταινία που ο πρωτότυπος τίτλος της είναι «Πεθαίνοντας» («Sterben»). Ο Ματίας Γκλάσνερ όμως έχει στομάχι από ατσάλι και την απαιτούμενη σεναριακή βιρτουζιτέ για να αναδυθεί από το πιο βαθύ σκοτάδι, προκαλώντας μικρές κωμικές αναφλέξεις στον ουρανό της απελπισίας.
Χωρισμένο σε κεφάλαια, με βαρβάτο σενάριο που θυμίζει μια πιο ατίθαση εκδοχή των αξιοζήλευτων μπεργκμανικών ψυχοδραμάτων, το φιλμ είναι, άλλωστε, ένα rollercoaster διαθέσεων το οποίο δυναμιτίζουν ασταμάτητα οι συναισθηματικοί κλυδωνισμοί μιας χούφτας ηρώων αντιμέτωπων με την ιδέα του αναπόφευκτου τέλους και του τρόπου με τον οποίο αυτό επιδρά και χρωματίζει τις ζωές τους.
Η ταινία είναι αντιπροσωπευτική ενός υποδειγματικού γερμανικού σινεμά που θα έπρεπε να βλέπαμε όλο και συχνότερα
Πρώτος απ' όλους, και βασικός πρωταγωνιστής, είναι ο Τομ (τον υποδύεται ο υπέροχος Λαρς Άιντινγκερ): ένας επιτυχημένος μαέστρος που του αρέσει να κοροϊδεύει τον εαυτό του. Δέχεται να μεγαλώσει το παιδί της πρώην του, η οποία όμως δεν έχει σκοπό να βγάλει από την εξίσωση τον τυχάρπαστο βιολογικό πατέρα. Δέχεται να ανεβάσει την πιο σημαντική παράσταση της ζωής του με έναν καταθλιπτικό και μάλλον βίαιο συνεργάτη που υπονομεύει το επαγγελματικό του γόητρο σε κάθε πρόβα. Τα αστεία όμως τελειώνουν όταν ο πατέρας του πεθαίνει, και ο Τομ αναγκάζεται να έρθει πρόσωπό με πρόσωπο με τη μητέρα του, που παραδέχεται ότι δεν τον αγάπησε ποτέ. Η συγκλονιστική αυτή σκηνή αδειάζει την αρχική συμπόνια που είχαμε νοιώσει για την ηλικιωμένη γυναίκα στο ξεκίνημα της ταινίας και θέτει τα πάντα σε μια εντελώς διαφορετική βάση.
Η αδερφή του, από την άλλη, μια νέα, όμορφη αλλά καταρρακωμένη από το αλκοόλ βοηθός οδοντιάτρου, προσφέρει μερικές στιγμές αυθόρμητου γέλιου, που μοιάζουν να ανήκουν σε κάποια άλλη ταινία, αλλά λειτουργούν ανακουφιστικά. Στο σύμπαν του Ματίας Γκλάσνερ, άλλωστε, κάθε συντριπτική στιγμή έχει ένα σαρκαστικό απόηχο, που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει με δυσαρμόνια αλλά στο σκοτάδι της αίθουσας, λίγο πριν κατευθυνθεί κανείς προς την έξοδο, βρίσκει αθόρυβα τη θέση του σε μια σχεδόν οπερατική κινηματογραφική σύνθεση που θα αντηχεί στο κεφάλι του για μέρες.