Το Νησί

Eden

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρον Χάουαρντ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Νόα Πινκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τζουντ Λο, Βανέσα Κέρμπι, Άνα ντε Άρμας, Σίντνεϊ Σουίνι, Ντάνιελ Μπρουλ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ματίας Χερντλ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Χανς Ζίμερ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Film
    Το Νησί

Η κινηματογραφική μεταφορά της περίφημης «Υπόθεσης των Γκαλαπάγκος», κατά την οποία η συνύπαρξη αγνώστων μεταξύ τους εποίκων στην αφιλόξενη (για ανθρώπους) Νήσο Φλορεάνα κατέληξε σε μυστηριώδεις εξαφανίσεις και, ίσως, φόνους. Σπουδαίο καστ σε εξίσου ευτυχή στιγμή του, με τον Ρον Χάουαρντ να παραδίδει και πάλι μια απολαυστική, αφηγηματικά ολοκληρωμένη ταινία που, πάντως, θα μπορούσε να είναι πραγματικά μεγαλόπνοη.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η πραγματική υπόθεση της Νήσου Φλορεάνα, μέσα από την ανθρώπινη αποτυχία που στεγάζει, είναι μια εξαιρετική περίπτωση για κάποιον που θα ήθελε να μιλήσει για αυτό που ακούγεται στην ταινία ως η αυτοκαταστροφικότητα της «πραγματικής ανθρώπινης φύσης». Διόλου κυνικά και πολλάκις αποδεδειγμένα, δεν είμαστε όντα συνύπαρξης καθ’ οιονδήποτε τρόπο, η πρώτη μας δουλειά στα δύσκολα είναι να επιχειρήσουμε να εξολοθρεύσουμε εκείνο που θεωρούμε ότι απειλεί την κατάσταση όπως την προτιμάμε. Στην επί της αρχής αληθινή ιστορία ενός γιατρού και της συντρόφου του, οι οποίοι ζούσαν ολομόναχοι στην αγριάδα της Νήσου, μα και σε αυτήν της περιπλοκής που έφερε ο περαιτέρω εποικισμός από μια οικογένεια Γερμανών και εν συνεχεία από μια αυτοαπακολούμενη Βαρώνη και τους εραστές/ορντινάντσες της, ο Χάουαρντ είδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την 28η ταινία του. Και, κάπως ασυνήθιστα για αυτόν, παθιάστηκε από αυτήν. 

Ο Χάουαρντ αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα “director” κλασικής κοπής τον οποίον μεγάλο μέρος της κριτικής, πιθανά λόγω αντιαμερικανικού εμβολιασμού ή ανίατων μορφών auteurίτιδας, αποτυγχάνει να αναγνωρίσει για αυτό που είναι – το οποίο μάλιστα είναι και εξαιρετικά δυσεύρετο πια: Ένας φοβερά ικανός αφηγητής ιστοριών, που ξέρει πάντα πώς να στήσει και γνωρίζει, όπως συστηματικά οι μετρ του κλασικού χολιγουντιανού παρελθόντος, πώς να γεννήσει ακατάπαυστη δράση μέσα από την σκηνοθεσία του. Οι σπάνιες περιπτώσεις αποτυχίας του οφείλονται σε κραυγαλέες περιπτώσεις μετριότητας της πρώτης ύλης. Ακόμα και τότε, όμως, αυτός κάνει ότι μπορεί – και μπορεί πολλά – για να διαφημίσει το υλικό του. Έχει αρνητικά; Έχει μια αδυναμία και ένα ελάττωμα. Το πρώτο είναι ότι δεν αξιοποιεί ποικιλία ρυθμών, είναι δέσμιος μιας ταχύτητας στο μοντάζ, ποτέ βέβαια μιας μη εξυπηρετικής, ή επιδεικτικής, ταχύτητας, καθώς όπως προανέφερα η δράση τον αντιπροσωπεύει. Απόρροια αυτού ότι τα κάδρα του είναι πρωτίστως λειτουργικά, και κατασκευαστικά άρτια βέβαια, παρά αισθητικά γόνιμα. (Στο σινεμά που κάνει αυτό δεν είναι πρόβλημα, αλλά στερεί κάτι από την απόλαυση.) Το ελάττωμά του είναι ότι δεν επιτρέπει την δημιουργική ασάφεια στα έργα του. Και τα δύο παραπάνω μαζί δεν επιτρέπουν την πολυμορφία, την δραματουργική περιπλοκή και την διαλεκτικότητα, οπότε είναι αδύνατον να πάρεις μεγάλη ταινία, αν με αυτήν εννοείς τα παραπάνω. Αν όμως η αφήγηση ιστοριών και οι συγκρούσεις στο πλαίσιό της είναι το ζητούμενο, που στον αμερικανικό κανόνα του κυρίως ρεύματος απαρέγκλιτα είναι, τότε ο Χάουαρντ έχει δώσει πληθώρα, όχι δύο και τριών αλλά πάνω από δέκα, κάλλιστων χολιγουντιανών ταινιών.

Καθώς εδώ, ωστόσο, παθιάστηκε με το θέμα δεν θέλησε να δει αυτό που η Ιστορία (και το έργο στο τέλος) μάς μαρτυρά: Ότι για τα τεκταινόμενα στην Φλορεάνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο αφηγήσεις σχετικά με το τι συνέβη, άρα η «αληθινή» ιστορία, ως είθισται, δεν είναι ποτέ απαραίτητα και η πραγματική. Ένας άλλος σκηνοθέτης θα έχτιζε πάνω στις αντικρουόμενες αφηγήσεις, θα αμφέβαλε για την ίδια την έννοια του αληθινού, θα ναρκοθετούσε την πειθώ των λεγομένων αλλά και του κινηματογραφικού κάδρου. Αυτά όμως δεν υπάγονται στο σινεμά που κάνει ο Ρον Χάουαρντ.

Έτσι, καθώς η ταινία πρέπει να αντιμετωπιστεί για αυτό που είναι, δεν μπορείς παρά να χειροκροτήσεις θερμά την περιγραφική δεινότητα, την απεικονιστική σαφήνεια στα κίνητρα και την δράση του καθενός (ακόμα και αν κάποτε αυτή είναι μια θαυμαστή κρυψίνοια σε δύο χαρακτήρες που αναφαίνονται πλήρως στο τέλος), την δραματική ισορροπία, την ατμοσφαιρική άνεση στην φωτογράφιση του χώρου, το αγωνιώδες στήσιμο (και μια σπουδαία σκηνή τοκετού - trademark της δράσης αλα Χάουαρντ), την ανεξαίρετα άψογη διεύθυνση των ηθοποιών. Ο Λο είναι αρχικά εντυπωσιακός και σταδιακά, όπως απαιτεί η δράση, θαμπώνει, ο Μπρουλ είναι όπως πάντα έξοχος στην απόδοση (σχεδόν πάντα) άνευρων χαρακτήρων, η Βανέσα Κέρμπι είναι έτσι κι αλλιώς άλλη κλάση και προετοιμάζει για το φινάλε, ενώ δύο θαυμάσιες εκπλήξεις έρχονται από την Άνα ντε Άρμας που παρουσιάζει μια απολαυστική, οριακά camp απεικόνιση της ναρκισσιστικής διαβολής και από την Σίντνεϊ Σουίνι, η οποία χτυπητά κόντρα στην σοσιομιντιακή της περσόνα δουλεύει σκυλίσια και ατρόμητα σε έναν ρόλο που θα μπορούσες να σκεφτείς δεκάδες άλλες να το έκαναν καλύτερα αλλά τελικά είναι αυτή που βρίσκει έως και μακμπεθικές αποχρώσεις.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Το Νησί
  • Το Νησί