Ευδοκία
Evdokia

Μια ξεχωριστή στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου, γυρισμένη υπό αντίξοες συνθήκες εν μέσω Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, η «Ευδοκία», δεύτερη και μάλλον καλύτερη ταινία του Αλέξη Δαμιανού σε επανέκδοση 4K για περιορισμένο αριθμό προβολών.
Αθήνα, 1971. Εν μέσω στρατιωτικής δικτατορίας, ο Γιώργος Μπάσκος (Γιώργος Κουτουζής), ένας νεαρός λοχίας, γνωρίζει την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου) σε μια τοπική ταβέρνα και γοητεύεται από την ιδιοσυγκρασία και την ομορφιά της. Θολωμένος από το κρασί και τον πόθο του για εκείνη, αρχίζει να χορεύει για χάρη της, δίχως να γνωρίζει ότι ο εραστής της παρακολουθεί από μακριά έτοιμος να του ορμήσει. Ωστόσο, αυτό το περιστατικό αποτελεί μόνο την αρχή μιας ταραχώδους ερωτικής σχέσης που χαρακτηρίζεται από παράφορο πάθος, επηρεάζεται από τον κοινωνικό περίγυρο και φθείρεται από τα ανεκπλήρωτα όνειρα των δύο εραστών.
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η ολοκλήρωση της «Ευδοκίας», της δεύτερης ταινίας του Αλέξη Δαμιανού, την οποία ο Έλληνας σκηνοθέτης γύρισε στο αποκορύφωμα της στρατιωτικής δικτατορίας και παρέδωσε πέντε ολόκληρα χρόνια μετά το ντεμπούτο του, «Μέχρι το Πλοίο». Γι’ αυτό επιβάλλεται να της συγχωρέσει ακόμη και ο πιο συνηθισμένος στην ψηφιακή τελειότητα θεατής τις όποιες τεχνικές αδυναμίες. Ασφαλώς, μέρος του νεότερου κοινού, που θα ανακαλύψει την ταινία με αφορμή την τωρινή της επανέκδοση, θα την απορρίψει εξαρχής γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Οι υπόλοιποι, όμως, θα έχουν το σπάνιο προνόμιο να απολαύσουν μια από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής εκεί που της πρέπει: στη μεγάλη οθόνη.
Η «Ευδοκία» είναι η ιστορία μιας τοξικής σχέσης, στην οποία το μεγαλύτερο εμπόδιο για τους δύο εραστές δεν είναι κάποια έξωθεν απειλή, αλλά ο ίδιος τους ο εαυτός: το παρελθόν τους, το κοινωνικό τους υπόβαθρο, οι επιδιώξεις και ο χαρακτήρας τους. Ο Γιώργος και η Ευδοκία αγαπιούνται παράφορα, αλλά δεν μπορούν να είναι μαζί γιατί αδυνατούν να αποδεσμευτούν από τον κόσμο στον οποίο έχουν γαλουχηθεί, αλλά κι από τα ίδια τους τα ελαττώματα. Έμμεσα, όσο πιο διακριτικά γίνεται όταν κάνεις ταινία κάτω από το άγρυπνο βλέμμα μιας Χούντας, ο Δαμιανός αναπαριστά μια χώρα σε διαρκή πόλεμο με τον εαυτό της, σε ακατάπαυστο διχασμό, ο οποίος τελικά τη διαλύει. Μια Ελλάδα αναποφάσιστη σχετικά με την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει ιστορικά, ανήμπορη να ξεπεράσει τη σκιά του παρελθόντος της.
Παρά τις δυσκολίες που αναπόφευκτα αφήνουν το σημάδι τους στο καθαρά τεχνικό σκέλος του φιλμ (όλη σχεδόν η ταινία είναι γυρισμένη με ασύγχρονο ήχο) και παρά το γεγονός ότι οι ερμηνείες δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, το πάθος του Δαμιανού να αφηγηθεί αυτήν την ιστορία είναι εμφανές σε κάθε πλάνο της ταινίας. Από τα εναρκτήρια, λουσμένα στο φως του ήλιου πλάνα των στρατιωτικών ασκήσεων, που φέρνουν στο νου το αριστουργηματικό «Beau Travail» (1999) της Κλερ Ντενί, μέχρι την κλασική πλέον σκηνή του ζεϊμπέκικου που συνέθεσε ο Μάνος Λοϊζος – ξεπερνώντας ίσως σε φήμη και εκείνη της ίδιας της ταινίας – κι από εκεί στους ατελείωτους καυγάδες του ζεύγους και στο αξέχαστο φινάλε, η «Ευδοκία» είναι μια ταινία προσεκτικά δουλεμένων χαρακτήρων, ισορροπημένη ανάμεσα στο δραματικό στοιχείο και το ανακουφιστικό χιούμορ.
Ακριβώς στη μετάβαση από την περίοδο της κυριαρχίας της Finos Film στην εποχή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού παραμένει μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες του εγχώριου σινεμά. Απόδειξη πως οι πενιχροί προϋπολογισμοί, οι έξωθεν (πολιτικές) πιέσεις και οι τεχνικές αδυναμίες δεν μπορούν να «πνίξουν» το αληθινό ταλέντο, το φιλμ διατηρεί αναλλοίωτη τη γοητεία του πάνω από πέντε δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του και αποτελεί μια από τις εκλεκτές επανεκδόσεις του καλοκαιριού.