Evil Dead Rise
Evil Dead Rise

Άξια προσθήκη στο franchise, γεμάτη ευρήματα, ολίγη από μητρική αγωνία και διάθεση πλησιέστερη στον straightforward τρομο της πρώτης ταινίας, παρά στον μηδενισμό της οκάς του προ δεκαετίας ριμέικ. Πολύ ευχάριστη έκπληξη για τους φίλους του είδους και μάννα εξ ουρανού για τα multiplex - σχεδόν σε προκαλεί να τη δεις σε γεμάτη αίθουσα.
Aν το «Hole in the Ground» ήταν μια ιστορία μητρικής δυσφορίας και εμμονής, ειπωμένη μέσα από μια αφαιρετική παραλλαγή του μύθου του changeling, οι auteurιστές θα έλεγαν ότι ο Ιρλανδός Λι Κρόνιν εξελίσσει την προβληματική του με τη δεύτερη ταινία του, καθώς σ’ αυτή η δυσφορία μετατρέπεται σε μητρική αγωνία, ενσαρκωμένη από δύο αποξενωμένες αδερφές - η μια ήδη μάνα, η άλλη μέλλουσα. Αν θες να σταθείς στο πώς προσεγγίζει τη θεματική της η ταινία, η πρώτη μάνα, όταν καταλαμβάνεται από τους δαίμονες και πεθαίνει, κάνει ό,τι μπορεί για να είναι μαζί με τα παιδιά της, που σημαίνει ότι προσπαθεί να τα πάρει μαζί της στον άλλο κόσμο, ενώ η δεύτερη, αν και αρχικά απρόθυμη, πολεμά για να κρατήσει τα ανίψια της σε αυτόν και παράλληλα να εξασφαλίσει το μέλλον του δικού της. Κι εδώ θα αναρωτηθεί κάποιος που απεχθάνεται το προ δεκαετίας ριμέικ του Φέντε Άλβαρεζ σαν τον υπογράφοντα, άραγε έχουμε να κάνουμε με ακόμα ένα μηδενιστικό και αγέλαστο «Evil Dead», που φορά τον μανδύα μιας (σχηματικής) παραβολής – σε εκείνο είχαμε τον εθισμό – για να παραστήσει ότι «αναβαθμίζει» ένα franchise που εξυπηρετούσε αποκλειστικά το είδος, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει ούτε ένα εύρημα της προκοπής και προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη κάτω από σοβαροφάνεια και κουβάδες αίματος;
Ευτυχώς όχι. Ο Λι Κρονιν αγαπά το σινεμά τρόμου γενικότερα (και το «Evil Dead» ειδικότερα) περισσότερο από την υπογραφή του και αυτό βγαίνει προς τα έξω. Η ταινία του είναι πλησιέστερη στο πρώτο φιλμ της σειράς, ένα εντελώς straightforward horror μεν, μα «δαιμονισμένο» από την ενέργεια του ανθρώπου πίσω από αυτό, του Σαμ Ρείμι, ο οποίος χαιρόταν εμφανώς για τη δουλειά που έκανε και μεταχειριζόταν ένα σωρό τεχνάσματα και ευρήματα προκειμένου να μας τρομάξει. Ήδη από το ντεμπούτο του ξέρουμε ότι ο Κρόνιν πριμοδοτεί την εικονογραφία έναντι των απότομων ξαφνιασμάτων. Εδώ τα μέσα παραγωγής τον βοηθούν να ζωγραφίσει σε έναν σχετικά ευρύτερο καμβά – τόσο ικανός τεχνίτης είναι που μετά από λίγο ξεχνάς τον περιορισμένο χώρο δράσης και νιώθεις πως όσα παρακολουθείς έχουν κοσμικές διαστάσεις. Ως γνώστης του είδους δε, ξέρει ότι ο μεγαλύτερος τρόμος παράγεται μέσα από τη χειραγώγηση του ρυθμού και από τη σταδιακή αύξηση της έντασης. Σχεδόν κάθε του σκηνή τη στήνει με τη λογική ενός set-piece τρόμου, που ξεκινά με το volume χαμηλά και σταδιακά οδηγείται στη διαπασών κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα rollercoaster τρόμου που μπορεί κάλλιστα να κρατήσει στην τσίτα ακόμα και τον μέσο θεατή του multiplex, χωρίς να καταχράται τo τρικ των jump scares. Προσέξτε απλά πώς κινηματογραφεί την τελική απειλή – δεν κάνει να πούμε περισσότερα για αυτή, είμαστε σίγουροι ότι οι φαν θα τη λατρέψουν- δείχνοντας φευγαλέα ένα μέρος της κάθε φορά, καθώς αυτή κυνηγά τους χαρακτήρες, προτού την αναδείξει σε όλο της το φρικιαστικό μεγαλείο. Πετυχαίνει έτσι κάτι ευπρόσδεκτα αντιφατικό, αν όχι ακατόρθωτο, να έχει υπαινιγμό μέσα στην κατάδειξη – για «Evil Dead» πρόκειται, αλίμονο αν το θέαμα δεν ήταν γλαφυρό και βίαιο.
Ως προς το τελευταίο, σίγουρα σηκώνει μεγάλη συζήτηση η απενοχοποίησή της βίας σε ανηλίκους στη μεγάλη οθόνη, ένα trend που επανέρχεται διαρκώς στα στουντιακά horror τα τελευταία χρόνια, με αφετηρία το «It» του Άντι Μουσκιέτι. Η πρακτική αυτή κινείται σε μια πολύ λεπτή ηθική γραμμή και μόνο κατά περίσταση μπορούμε να εξετάζουμε αν ξεπερνά τα όρια. Εδώ πάντως η βία ασκείται σε βάρος εφήβων και κάποιος θα σου πει ότι το θέαμα απευθύνεται και σε τέτοιους, οπότε ελλείπει το επιβαρυντικό στοιχείο της κακόβουλης πρόκλησης και αίρεται ο καταλογισμός στο όνομα της πρόκλησης μεγαλύτερου τρόμου σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του target group μέσω της ταύτισης με τα δεινά των χαρακτήρων.
Να επισημάνουμε και ότι, σαν ακόρεστος σινεφίλ, ο Κρόνιν γεμίζει το έργο του με αναφορές. Πέρα από τα διαρκή κλεισίματα του ματιού στη μυθολογία του «Evil Dead», μετρήσαμε δύο τέτοιες στη «Λάμψη», από μία σε «The Thing» και «Dead Zone», αλλά και μία στο «Drag me to Hell» του Ρέιμι - το κτίριο που κατοικούν οι ήρωες παλιότερα ήταν τράπεζα. Κάτι τέτοια, ειδικά όταν ενσωματώνονται αρμονικά στο έργο και δεν αποτελούν απλά easter eggs, γαργαλούν ευχάριστα τον φαν μέσα μας και ανεβάζουν ακόμα περισσότερο την ταινία. Αν μας έλειψε κάτι, είναι η σλάπστικ παλαβομάρα του «Evil Dead II», αδιαμφισβήτητα μιας από τις κορυφαίες ταινίες τρόμου και από τις υποδειγματικές περιπτώσεις αρμονικής εξισορρόπησης διαφορετικών ειδών. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να χαιρόμαστε που, από όσες αναβιώσεις εμβληματικών τίτλων του είδους είδαμε τελευταία, αυτή εδώ ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο... αίμα.