Μονομάχος ΙΙ
Gladiator II
Η επιστροφή του Ρίντλεϊ Σκοτ στο Κολοσσαίο προσφέρει θέαμα χορταστικό, με τον Πολ Μέσκαλ να αποδεικνύει περίτρανα την πρωταγωνιστική του στόφα και τον Ντένζελ Ουάσινγκτον να κυνηγά το τρίτο του Όσκαρ.
Τον καιρό που ετοιμαζόταν ο «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ, ειδικοί και αναλυτές στοιχημάτιζαν στην εισπρακτική αποτυχία του, θεωρώντας υπέρογκο τον προϋπολογισμό για ένα peplum, είδος εμπορικά νεκρό από την εποχή του «Fall of the Roman Empire», που είχε κυκλοφορήσει το σωτήριο έτος 1964. 465 εκατομμύρια δολάρια και 5 Όσκαρ ήταν αρκετά για να τους διαψεύσουν με εκκωφαντικό τρόπο. O O «Μονομάχος» ήταν η απόδειξη ότι, όταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στη σοβαρότητα και στην camp διάθεση, την οποία από ένα σημείο κι έπειτα μοιάζει να επιζητά, το αποτέλεσμα προκύπτει χορταστικό. Αν το σενάριο έχει και περιεχόμενο δε, μπορεί να προκύψει μια πραγματικά καλή ταινία, όπως στην περίπτωση του «Last Duel» ή (unpopular opinion) του «Counselor».
Είκοσι τέσσερα χρόνια, μετά ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιστρέφει στο κινηματογραφικό του Κολοσσαίο για να μοιράσει άρτο και θεάματα, με τους αναλυτές πεπεισμένους ότι η ταινία αποκλείεται να φέρει πίσω τα 300 εκατομμύρια δολάρια που στοίχισε. Μάντεις δεν είμαστε, από αυτό που είδαμε, εικάζουμε ότι και πάλι θα διαψευστούν.
Κάναμε λόγο για «κινηματογραφικό» Κολοσσαίο, επειδή θεωρούμε δεδομένο ότι για ακόμα μια φορά οι θιασώτες της ιστορικής ακρίβειας θα στήσουν πάρτι σε βάρος της ταινίας - υπάρχει μια σκηνή που αντικαθιστά τους Αθηναίους με τους Τρώες και σίγουρα θα συζητηθεί πολύ στα μέρη μας. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ όχι μόνο έχει συνείδηση αυτής της συζήτησης, μα νιώθεις ότι εντάσσει επίτηδες αναχρονιστικά στοιχεία, ώστε να εξάρει ακόμα περισσότερο τα πάθη αυτής της μερίδας του κοινού. Άλλωστε, αυτό που τον μέλλει είναι να γεμίσει την αρένα του Κολοσσαίου με νερό και να ξαμολήσει καρχαρίες μέσα. Και αυτό ακριβώς κάνει.
Σχεδόν τα πάντα στην ταινία είναι καμωμένα ώστε να μοιάζουν περισσότερα και μεγαλύτερα σε σχέση με τον προκάτοχό της – σκέψου πως, αντί για έναν κακομαθημένο, εγωπαθή και κακιασμένο αυτοκράτορα, εδώ έχουμε δύο. Η ίντριγκα του σεναρίου του Ντέιβιντ Σκάρπα είναι πιο περίπλοκη σε σχέση με εκείνη του Τζον Λόγκαν, δίχως, όμως, ποτέ να γίνεται υπερβολικά εξεζητημένη για το ευρύ κοινό ή να κρατά αδιαφανή τα στοιχήματα. Η δράση στηρίζεται στην εντός του κάδρου χορογραφία και στην κασκάντα, με το CGI να επιστρατεύεται για να ενισχύσει πιο εξωφρενικές κατευθύνσεις της. Η δε γεωγραφία της είναι ευκρινής και στο επίκεντρο της βρίσκονται πάντα τα ανθρώπινα σώματα και οι αιματοβαμμένες μονομαχίες ανάμεσά τους.
Όσο για την ανησυχία αν ο Πολ Μέσκαλ θα μπορέσει να χωρέσει στα παπούτσια (ή μάλλον στα σανδάλια) του Ράσελ Κρόου, καθώς ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε κληθεί να σηκώσει υπερπαραγωγή στις πλάτες του; Απαιτούνται ελάχιστα λεπτά μέσα στην ταινία για να βεβαιωθεί και ο πλέον δύσπιστος ότι πρόκειται για γεννημένο σταρ. Με τα γαλάζια μάτια του, τη σιγουριά της φωνής και την αγορίστικη αγριάδα του, ο Μέσκαλ παραπέμπει σε νεαρό Μελ Γκίμπσον, εκείνον του «Μαντ Μαξ» και της «Καλλίπολης», και συγχρονίζεται με την παλιομοδίτικα macho mentalite του θεάματος. Τον πιο αβανταδόρικο ρόλο, όμως, τον έχει ο Ντένζελ Ουάσινγκτον, υποδυόμενος έναν αριβίστα που σχεδιάζει μακιαβελικά την ανέλιξη του στην ιεραρχία. Yπάρχει μια μουσικότητα στον τρόπο εκφοράς του λόγου που δεν θυμόμαστε ξανά από τον ηθοποιό, που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι οι μείζονες σαιξπηρισμοί του κατά Τζόελ Κοέν «Μακβέθ» αποτέλεσαν προπόνηση, ώστε να κεντήσει στους ελάσσονες του «Μονομάχου 2». Όποτε λείπει από την οθόνη, πιάνεις τον εαυτό σου να τον αναζητά – δικαιολογημένη η οσκαρολογία γύρω από το πρόσωπό του.
Πολιτικά είναι κάπως συγκεχυμένη η ταινία, καταφέρνει μυστηριωδώς να ταχθεί ταυτόχρονα υπέρ της δημοκρατίας και της κληρονομικής μοναρχίας – είπαμε, ο Σκοτ θέλει πρωτίστως να ξαμολήσει καρχαρίες στο Κολοσσαίο. Κι όμως, παρά τη ροπή του προς το εξωφρενικό θέαμα και την ανάδειξη του μεγέθους, λίγο πριν το τέλος ο Σκοτ θα στήσει τις προϋποθέσεις μιας θεαματικής σύγκρουσης, μόνο για να τις ανατρέψει γενναία και να πάρει τη σαφή, δική του θέση σε έναν κόσμο που μοιάζει να λειτουργεί αποκλειστικά με δίπολα – έστω και με τον εύληπτο και, ναι, απλουστευτικό ενός θεάματος που προορίζεται για ευρεία λαϊκή κατανάλωση.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μία από τις καλύτερες στιγμές του σκηνοθέτη εντός του 21ου αιώνα.