Good Boy
Good Boy

Ένας άνδρας θα μετακομίσει μαζί με τον σκύλο του στο αγροτικό οίκημα της οικογένειας, όταν όμως περίεργα φαινόμενα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, ο τετράποδος Ίντι θα κάνει τα πάντα προκειμένου να προστατέψει τον καλύτερό του φίλο.
Η επιτυχία του μεγάλου μήκους ντεμπούτου του Μπεν Λέονμπεργκ βασίζεται σε δυο απλά, αλλά αποτελεσματικά πράγματα. Το πρώτο είναι η αληθινά συγκινητική συνθήκη της ανιδιοτελούς αγάπης των σκύλων προς τους κηδεμόνες τους και το δεύτερο είναι η κινηματογραφική ματιά της ιστορίας του όπως αυτή «φιλτράρεται» μέσα από τα μελιά μάτια του Ίντι, που διόλου τυχαία είναι στην πραγματικότητα ο σκύλος του σκηνοθέτη.
Η υπόθεση θέλει τον Τοντ (Τζένσεν) να αφήνει την πόλη για την ηρεμία της εξοχής, εκεί όπου θα αναζητήσει ξεκούραση και ανακούφιση από ένα πρόβλημα υγείας που τον ταλανίζει. Μαζί του θα έρθει και ο σκύλος του ο Ίντι, όμως η πολυπόθητη γαλήνη δεν θα επιτευχθεί, αφού το σπίτι μοιάζει να κατοικείται και από κάτι άλλο, κάτι μοχθηρό και πέρα για πέρα σκιώδες.
Το «Good Boy» αποτελεί αυτό που λέμε ανεξάρτητος κινηματογράφος με τα όλα του. Χρησιμοποιώντας ένα πολύ μικρό budget (το οποίο φαίνεται μεν, δεν αποπροσανατολίζει δε), γυρίσματα σε ελάχιστους χώρους και ηθοποιούς μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, μπορεί να καμώνεται πως είναι μια ταινία κατασκευασμένη από τα πιο απλά και αγνά υλικά και πως αυτό που κάνει το κάνει καλά παρά τους εγγενείς περιορισμούς του.
Ο Λέονμπεργκ μετουσιώνει αυτό που ονομάζουμε κινηματογραφικό «gimmick» - μια ανορθόδοξη σκηνοθετική ή άλλη τεχνική επιλογή γύρω από την οποία χτίζεται (και) το εκάστοτε μάρκετινγκ μιας νέας κυκλοφορίας – σε όχημα αφήγησης για την ταινία του, πράγμα που σημαίνει πως το POV του σκύλου χρησιμοποιείται εδώ νοηματοδοτικά όχι μονάχα προκειμένου να ενισχύσει την ιδέα ενός εναλλακτικού αφηγητή, αλλά και για να καταγράψει εκείνο το βαθύτερο δέσιμο που μοιράζεται ο σκύλος με τον άνθρωπό του.
Αν και η ταινία φέρει τη σφραγίδα του horror, διαθέτοντας μερικές στιγμές αξιέπαινου τρόμου που θα ζήλευαν ακόμα και οι μεγαλύτερες παραγωγές του είδους, εντούτοις δεν γίνεται να παραβλέψει κανείς πως στον πυρήνα του το «Good Boy» είναι μια ιστορία για τη δύναμη της φιλίας και της άσβεστης αγάπης ανάμεσα σε δυο πλάσματα διαφορετικών ειδών, η σύνδεση των οποίων βρίσκεται χαμένη κάπου στα βάθη των αιώνων.
Αυτήν ακριβώς τη σύνδεση ο Λέονμπεργκ μεταμορφώνει σε ένα μικρό (μόλις 72 λεπτά) φιλμ που διαθέτει ίσες ποσότητες αγωνίας και φόβου, με ένα σενάριο ηθελημένα ελλειπτικό, ενθαρρύνοντας έτσι τους θεατές να γεμίσουν τα κενά και να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες, μια τολμηρή επιλογή από πλευράς σεναριογράφων η οποία μάλλον βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο «δε φτάνουν τα λεφτά» και «less is more». Η απόφαση φαίνεται τελικά να τους δικαιώνει, αφού το βάρος της απλής, κατά τα άλλα, υπόθεσης μετατίθεται γρήγορα στη σχέση Τοντ/ Ίντι και στην αγωνιώδη προσπάθεια του δεύτερου να κατανοήσει το τι συμβαίνει γύρω τους, καθώς και τον σκοτεινό αντίκτυπο του σπιτιού πάνω στον ανθρώπινο σύντροφό του.
Πολύ συνειδητά ο Λέονμπεργκ αφήνει εκτός πλάνου τα πρόσωπα των ενήλικων πρωταγωνιστών, είθισται εξάλλου σκηνοθετικά να μένουν εκτός σε ορισμένες ταινίες (ως καλλιτεχνική επιλογή) όπου στο επίκεντρο βρίσκονται παιδιά ή ζώα όπως γίνεται εδώ, αμφότερα αθώα πλάσματα που πασχίζουν να καταλάβουν πώς λειτουργεί ο κόσμος των μεγάλων. Εν προκειμένω ο θεατής βιώνει τον ίδιο πανικό και το ίδιο άγχος με τον Ίντι – λόγω σκηνοθετικής προοπτικής – ο οποίος καλείται να υπερκεράσει τόσο το θέμα της επικοινωνίας, όσο και της ικανότητας να αντιδράσει και να αποτρέψει, συνεπώς διπλό το κακό, τριπλό θα έλεγε κάποιος άλλος, αν στην εξίσωση προστεθεί και το μεταφυσικό έρεβος.
Παρά τις αστοχίες στο CGI που άλλοτε είναι φρικτά αποτελεσματικό κι άλλοτε όχι και τόσο, το «Good Boy» «διαβάζεται» ως ταινία τρόμου, αλλά και ως υπαρξιακό δράμα για την πιο αγνή φιλία, αυτή που μονάχα ένα κατοικίδιο – ένας σκύλος – μπορεί να δημιουργήσει με τον άνθρωπο. Είναι το σπάνιο εκείνο είδος συντροφικότητας κι αγάπης που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και διαρκεί για πάντα. Για όλα τα «καλά αγόρια» και «καλά κορίτσια» εκεί έξω.