Άρρηκτος Δεσμός
Guy Ritchie's the Covenant

Ο Γκάι Ρίτσι εγκαταλείπει οτιδήποτε χαρακτηρίζει την υπογραφή του, για να αφηγηθεί με «σοβαρότητα» μια ακόμα ιστορία για τον δεσμό μεταξύ ανδρών που κλήθηκαν να συνεργαστούν για να φέρουν εις πέρας μια επικίνδυνη αποστολή. Δεν είναι σε καμία περίπτωση η χειρότερη, αλλά είναι μάλλον η πιο ανιαρή στιγμή της φιλμογραφίας του.
To πόσο σοβαρά παίρνει τον «Άρρηκτο Δεσμό» ο Γκάι Ρίτσι φαίνεται από την προσθήκη του ονόματός του στον αγγλικό τίτλο της ταινίας («Guy Rithie’s The Covenant»), η οποία σίγουρα δεν γίνεται μόνο για μαρκετίστικους λόγους ή για να επισημανθεί η υπογραφή σε μια ταινία που σε λίγα πράγματα μοιάζει με όσα τη συνοδεύουν – η επίσημη αιτιολογία ότι υπήρχε κι άλλη ταινία με το ίδιο όνομα μοιάζει προσχηματική. Πέρα από μια γραμματοσειρά που εμφανίζεται περιστασιακά στην οθόνη για να εξηγήσει τη στρατιωτική ορολογία, εδώ δεν θα βρεις τις συνήθεις φιοριτούρες που συναντάς στο σινεμά του δημιουργού. Ο τόνος της ταινίας είναι βλοσυρός και πένθιμος, η αισθητική της απέχει αρκετά χιλιόμετρα από την cockney εκδοχή του ταραντινικού ιδιώματος, διάολε, σκέψου ότι περνά ένα ημίωρο μέχρι να έρθει η πρώτη σκηνή δράσης.
Στον «Άρρηκτο Δεσμό» ο Ρίτσι αφηγείται την ιστορία ενός Αμερικανού στρατιώτη στο Αφγανιστάν, που σώθηκε από βέβαιο θάνατο από έναν Αφγανό συνεργό των αμερικανικών δυνάμεων, για να κινήσει στη συνέχεια γη και ουρανό ώστε να τον σώσει κι εκείνος με τη σειρά του, όταν οι αμερικανικές Αρχές αθετούν τη συμφωνία μετεγκατάστασης αυτού και της οικογενείας του στις ΗΠΑ, εγκαταλείποντάς τον στο έλεος των Ταλιμπάν. Τι βρήκε σε αυτή την ιστορία ο Γκάι Ριτσι ώστε να εγκαταλείψει το γνώριμο στιλ του και να «σοβαρευτεί»; Ούτε η γεωπολιτική, ούτε οι αντιπολεμικές κορώνες φαίνεται να τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Για να μην ανησυχείτε, δεν στήνει έναν ύμνο στον αμερικανικό πατριωτισμό, αν και, αναγνωρίζοντας ηρωισμό στο πεδίο της μάχης, θα δώσει μερικά slow motion «ηρωικού» θανάτου σε αμερικανικούς στρατιώτες, χωρίς να επιφυλάσσει κανένα αντίστοιχο για το αντίπαλο δέος – για να καταλάβεις τη διαφορά, αναλογίσου το πλάνο που χαρίζει στον «αντίπαλο» του Μπράντλεϊ Κούπερ ο Ίστγουντ στο «American Sniper», μια παρεξηγημένη και πολυεπίπεδη ταινία, που στην πραγματικότητα μιλά για το αμερικανικό σύνδρομο του Σωτήρα και τις βλαβερές συνέπειές του τόσο εντός, όσο και εκτός αμερικανικών συνόρων.
Πρακτικά, ο Ρίτσι εντόπισε στην ιστορία το αγαπημένο του μοτίβο, δηλαδή τον δεσμό μεταξύ ανδρών που κλήθηκαν να συνεργαστούν για να φέρουν εις πέρας μια επικίνδυνη αποστολή - μια ληστεία, μια πολεμική επιδρομή κ.ο.κ. – και το χρέος που απορρέει από αυτόν, και είδε την ευκαιρία να το προσεγγίσει από την σκοπιά ενός «σοβαρού» πολεμικού δράματος. Στηριγμένος, όμως, σε ένα τρομερά μονοσήμαντο και απλοϊκό σενάριο και μην έχοντας τίποτε ουσιώδες ή έστω νεότερο να καταθέσει γύρω από τη γνώριμη αυτή θεματική, πέρα από τη διαρκή επανάληψή της – «αναλογίσου το χρεός σου» λέει ο χαρακτήρας του Τζίλενχαλ στον προϊστάμενό του -, καταλήγει να παραδώσει την πιο ανιαρή ταινία της φιλμογραφίας του. Κι όταν γράφουμε ανιαρή, δεν εννοούμε ότι βαρεθήκαμε εμείς στην προβολή, αλίμονο αν αυτό αφορούσε τον αναγνώστη της κριτικής αποτίμησης μιας κινηματογραφικής δημιουργίας. Αναφερόμαστε στην εξόφθαλμα πρωτοεπίπεδη δραματουργία, στην αδικαιολόγητη διαστολή (και αναστολή) της δράσης, άρα και στην επακόλουθη απουσία οικονομίας, και στην έλλειψη κάποιας σκηνοθετικής ιδιαιτερότητας που θα εμφυσούσε λίγη δημιουργική πνοή στο έργο. Ακόμα και οι σκηνές δράσης είναι γυρισμένες με επαγγελματισμό μεν –αλίμονο, ξέρει σινεμά ο Ρίτσι - αλλά ιδέα σαν εκείνη της κινηματογράφησης της δράσης με το φακό καθηλωμένο στο εσωτερικό του βαν στο «Wrath of Man» για παράδειγμα, εδώ δεν θα βρεις.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντούμε τον Τζέικ Τζίλενχαλ, τον οποίο ο Ρίτσι προσέλαβε σκεπτόμενος ότι η ταινία θα κερδίσει από τη δραματική του στόφα. Δέκα χρόνια πριν στο «Prisoners» ο Τζίλενχαλ είχε χτίσει από το μηδέν έναν χαρακτήρα που δρούσε εμφανώς με γνώμονα μια ιερή υπόσχεση, ένα χρέος άρρητο στο σενάριο, μα εμφανές σε εμάς το κοινό από την εσωτερική ένταση, από τους σκυφτούς ώμους και από την απόγνωση στο βλέμμα πίσω από την φαινομενικά επαγγελματική εκτέλεση της αστυνομικής διαδικασίας, πράγματα που έφερε ο ίδιος και αναβάθμισε τον χαρακτήρα. Ο ρόλος εδώ έχει ομοιότητες, μα ο Τζίλενχαλ δεν είναι πια ο ίδιος ηθοποιός. Κάτι άλλαξε και ένας ανερχόμενος μετρ της εσωτερικότητας, της δραματικής υποδήλωσης και του βλέμματος που γυαλίζει χωρίς να τσακίζει, μετατράπηκε σε έναν βιρτουόζο της κατάδειξης και της υπερβολής. Ο Αμερικανός ηθοποιός μοιάζει να ασφυκτιά κατά την πρώτη ώρα του έργου, σαν να του έχουν βάλει χαλινάρι και να περιμένει ανυπόμονα να ξεσπάσει, δεν είναι τυχαίο ότι του ξεφεύγουν κάποια ανεξήγητα νευρωσικά τικ σε σημεία, ούτε ότι αισθάνεται εμφανώς πιο άνετα όταν έρχονται οι εκρήξεις οργής στο δεύτερο μισό. Παραδόξως η δωρικότητα του Στέιδαμ ίσως να εξυπηρετούσε περισσότερο τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Άρρηκτο Δεσμό». Αν μας ρωτάτε, μια τράμπα ανάμεσα στον πρωταγωνιστή του παρόντος και σε εκείνον του «Operation Fortune» θα αποδεικνυόταν ευεργετική και για τις δύο ταινίες. Κατά τα άλλα, η καλή ταινία του Γκάι Ρίτσι για το 2023 ήταν μάλλον η προηγούμενη – κι ας πιστεύει ο ίδιος το ακριβώς αντίθετο.