Πικρές Αλήθειες
Hard Truths

Λίγες μέρες από την ζωή της Πάνσι, μιας μαύρης μεσήλικης, μεσοαστής Βρετανίδας στην σημερινή Αγγλία, καθώς πασχίζει να αντέξει τη ζωή της μέσα από ένα οξύτατο άγχος που μετατρέπεται σε πλήθος φοβιών και διαρκή φραστική επιθετικότητα προς τους πάντες. Η επιστροφή του Μάικ Λι τεκμηριώνει το βάρος της όχι συχνότερης παρουσίας του.
Η αρχή της ταινίας προβληματίζει. Δεν είναι όμως πρόβλημα του Μάικ Λι, είναι του θεατή που θα βιαστεί να δει στις θεατρικές σκηνές εκτεταμένης πρόζας μια by the book εισαγωγή στον κεντρικό χαρακτήρα –ένα πραγματικό απαύγασμα ιδιοτροπίας, ο μακράν πιο δύστροπος χαρακτήρας της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη/σεναριογράφου. Δεν ξέρεις για την ακρίβεια αν πρέπει να γελάσεις, ενθυμούμενος δείγματα λαϊκού σινεμά και τύπων του (ο ιδιότροπος, ο τσιγγούνης, ο ζηλότυπος – περιμένεις από κάπου να σκάσει ο Λογοθετίδης και ο Κωνσταντάρας), ή να αφεθείς στην αμηχανία ενός γραψίματος και παιξίματος από την Μάριαν Ζαν-Μπαπτίστ και όπου σε βγάλει. Η αλήθεια είναι ότι ο (γνωστός γκρινιάρης) Μάικ Λι…ξεδίνει στο γράψιμο του κεντρικού του χαρακτήρα, παραδίδοντας ενσταντανέ ίσως και υπέρ του δέοντος κωμικά.
Ο Λι δεν φαίνεται να έχει χάσει ούτε γραμμή από την οξυδέρκειά του, ούτε μοίρα από την ευθύτητά του και την εντιμότητα απέναντι στους χαρακτήρες και στο κοινό του
Όμως ο Άγγλος ξέρει. Και όλα τα παραπάνω λένε περισσότερα για τον θεατή, που αφού βιάζεται σκοντάφτει, παρά για την δομή του φιλμικού κειμένου του Άγγλου. Η οποία, σε άπταιστη αγγλικότητα, είναι αυτή μιας «μικρής» δραματικής ιστορίας σε δύο πράξεις, με αμφιλεγόμενη ηρωίδα μια γυναίκα που νοσεί ψυχικά και είναι εγκαταλελειμμένη σε έναν αναπόδραστο, ταξικό κόσμο που ποτέ η αναγνώριση της ασθένειας δεν θα διαγνωστεί. Ακόμα πιο «σκληρά», πιο εκπληκτικά εξυπηρετικά εδώ που τα λέμε, δεν θα την αναγνωρίσει λεκτικά ούτε και η ταινία. Θα ήταν ταπεινό κίνητρο για τον Λι, σχεδόν «λαϊκισμός». «Είμαστε εδώ για να καταγράψουμε, να συμπορευτούμε παρατηρητικά, να ακούσουμε», μοιάζει να λέει. Αλλά από το παυσίπονο της συμπόνιας, το οποίο θα νόθευε όχι μόνο την ακεραιότητα του έργου αλλά και τις συνέπειές του στην πραγματική ζωή, δεν θα υπάρξει δράμι. Ας μείνουν οι κριτικοί να μιλούν για μισανθρωπία. Ο Λι όμως είναι αυτός που κάθισε κι έγραψε και διηύθυνε αυτό το δράμα συνεπειών οικογενειακών σχέσεων και ακόλουθα λανθασμένων επιλογών. Στα 81-82 του, όμως, δεν είναι εδώ για να γράφει happy end. Η ζωή, από μια πλευρά, για κάποιους ανθρώπους, είναι ένα ατέρμονο βάσανο και εξελίσσεται εν στάση, σε αδυναμία κίνησης, σε αήττητη αδράνεια. Ο Λι δεν μπορεί παρά να είναι συνεπής προς τους ανθρώπους αυτούς.
Και την κινηματογραφεί έξοχα αυτή την απονεύρωση, αυτή την υπαρξιακή ακινησία. Με σύμμαχο τον μεγάλο, μακαρίτη πια από το τέλος του 2024, Ντικ Πόουπ (που φωτογράφισε όλες τις ταινίες του Λι από τον «Γυμνό»-1993 έως σήμερα), σε στιλπνό ψηφιακό πια, που αφαιρεί κάπως μεν από την γοητεία του kitchen sink του δημιουργού αλλά «κοντράρει» φωτεινά το ψυχικό σκότος, η ταινία παρακολουθεί καρτερικά και διόλου φιλήδονα τον πόνο των προσώπων (ιδίως της συναρπαστικής Μπαπτίστ), βλέπει τα ραγίσματα, αποφεύγει τις εξηγήσεις, διαλύει σαν νομοτελειακό ντόμινο κάθε πίστη θεραπείας. Είναι βέβαια μια μαύρη ταινία (πώς αλλιώς με αυτό τον τίτλο;), αλλά και μια που επιτρέπει δια της παρουσίας και του κοινού της την αγαπητική ελπίδα, έστω με την απόσταση της θέασης. Αφού το παρακολουθούμε ακόμα, μοιάζει και πάλι να διατείνεται ο Λι, τότε φαίνεται ότι ακόμα μάς ενδιαφέρει το ανθρώπινο δράμα. Κι ακόμα μπορεί να αισθανόμαστε ένα φτερούγισμα στην μοιρασιά του. Εξού και μας χαρίζει μια πολύτιμη σκηνή ρωγμής στην ζοφερότητα, στην εξ αποστάσεως, φυσικά βωβή, σκηνή της πλατείας με τον (συμβολικά ονοματισμένο) γιο της πρωταγωνίστριας λίγο πριν το μπεκετικό φινάλε.
Είναι πολύτιμο που υπάρχει ακόμα και δωρίζει ο Άγγλος το σινεμά του, ένα σινεμά που ποτέ δεν εξέπεσε στην μαχητική φιλολογία και τον κομματικό μονοχρωματισμό. Κινηματογράφησε πάντα εργάτες της ζωής (από τους καλλιτέχνες Γκίλμπερτ και Σάλιβαν ή τον Τ.Μ.Γ. Τέρνερ, μέχρι την μαία Βέρα Ντρέικ και τον περιδιαβαίνοντα, «ολόγυμνο», σκεπτικό Τζόνι), επέμεινε στα κληροδοτήματα της οικογενειακής και πολιτικής (σκληρής) πραγματικότητας, κατάφερε πάντα να χωρέσει την σοφία μιας αποστασιοποίησης (δηλαδή το χιούμορ) που φωτίζει καλύτερα την αλήθεια. Δεν φαίνεται να έχει χάσει ούτε γραμμή από την οξυδέρκειά του, ούτε μοίρα από την ευθύτητά του και την εντιμότητα απέναντι στους χαρακτήρες και στο κοινό του. Είναι μεγάλο κρίμα που δεν δύναται πλέον, λόγω έλλειψης πόρων, να γυρίζει συχνότερα (βλέπεις και τις οσκαρικές πεντάδες Σεναρίου/Ερμηνείας/Σκηνοθεσίας σήμερα και θλίβεσαι πόσο άλλαξαν οι κριτές του σινεμά σε σχέση με τότε που ήταν πάγια αναγνωριζόμενος), είναι όμως ευτύχημα που ακόμα και αν τούτο αποδειχθεί κύκνειο άσμα υπογραμμίζει εμφατικά την απόλυτη ακεραιότητα και επιτυχία του έργου του.