Στον Ιστό του Τρόμου

Infested

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία, ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεμπαστιάν Βάνιτσεκ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Φλοράν Μπερνάρ, Σεμπαστιάν Βάνιτσεκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τεό Κριστίν, Σοφία Λεσάφρ, Ζερόμ Νιελ, Μαρί Φιλομέν-Ενγκά, Φίνεγκαν Όλντφιλντ, Λίζα Νιαρκό
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Αλεξάντρ Ζαμάν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ζαβιέ Κο, Ντάγκλας Κάβανα
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: TFG
    Στον Ιστό του Τρόμου

Μια ομάδα νέων σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του Παρισιού βρίσκεται αντιμέτωπη με τον ραγδαίο εποικισμό του οικήματός της από ένα δηλητηριώδες είδος αράχνης που γιγαντώνεται σε κάθε αναπαραγωγή του. Το γαλλικό horror θυμάται ότι πριν από δύο δεκαετίες γνώρισε σοβαρή άνθιση, ορθογραφώντας ένα είδος που βρίσκεται σε μεταίχμιο.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μετά από ένα κοφτερό ξεκίνημα, ο 21ος αιώνας μοιάζει κάπως ξέπνοος στον κινηματογραφικό τρόμο του. Ίσως γιατί τα ταμεία και οι εθνικές κινηματογραφίες εξακολουθούν το cashout των πρώτων εκείνων χρόνων – και ο θεατής δεν σταματά ποτέ να ελπίζει σε νέες ανατριχίλες οπότε τα εισιτήρια υπάρχουν ακόμα – ίσως όμως και γιατί ο κόσμος είναι πλέον αρκετά τρομακτικός από μόνος του και οι δημιουργοί του είδους δεν κάνουν έναν κόπο παραπάνω να αναμορφώσουν (αντί να μποτοξάρουν απλά) τις ιδέες που παραδοσιακά τρομάζουν. Αυτό δεν σημαίνει πώς δεν υπάρχουν δημιουργοί και σκόρπια έργα. Μια γρήγορη ματιά αρκεί να μας θυμίσει τον Άρι Άστερ και τον Τζόρνταν Πιλ στην τελευταία δεκαετία. Όμως αυτοί (sic) είναι η κορυφή του παγόβουνου. Και ως γνωστόν ένα παγόβουνο, για να το πάρεις σοβαρά, πρέπει να έχει κρυμμένο τον όγκο του. Αυτοί οι «υποβρύχιοι» μετρ δεν λείπουν ακριβώς σήμερα, αλλά δεν είναι και η ιστορική τους συγκυρία. Αποτέλεσμα; Ο κινηματογραφικός τρόμος πάει με τα καυσαέρια, που λένε και οι φίλοι μας τους μηχανοκίνητου αθλητισμού.

Ο Σεμπαστιάν Βάνιτσεκ, γόνος μιας σοβαρής σχολής κινηματογραφικού τρόμου, όπως ήταν στις αρχές του αιώνα οι Γάλλοι («Υπερένταση», «Calvaire», «Μέσα μου», «Εκείνοι», «Μάρτυρες», ίσως όχι τέλειες ταινίες αλλά όλες μαζί πανάξιες προσοχής), αλλάζει λίγο την εικόνα και γεννά (εδώ, υλοποιεί) ελπίδες. Και το κάνει αθροίζοντας οργανικά στην ταινία του στοιχεία από πολλές μεριές (παρθενογένεση, ως γνωστόν, δεν υπάρχει), αποδεικνύοντας κάτι ασύνηθες σήμερα: Ότι ξέρει καλά την ιστορία του δίχως αυτό να τον αποτρέπει από το να ζει απολύτως στην εποχή του.

Ως εκ τούτου στην ταινία έχουμε τόσο τις απαρχές του creature horror, του τρόμου δηλαδή των πλασμάτων που υπάρχει στον ομιλούντα από τις πρώτες μέρες του, όσο τις απολύτως σύγχρονες προσμίξεις οικο-κοινωνικού τρόμου. Στο ένα χέρι τα εσχατολογικά «Πουλιά» του Χίτσκοκ, και στο άλλο η ποικιλία των μετα-αποκαλυπτικών ιστοριών. Στο μάτι που έχει προπονηθεί να βλέπει στο σινεμά τρόμου τον κινηματογραφικό γιατρό που έχει ένα δάχτυλο στην πίεση του ασθενούς, ένα στους σφυγμούς, ένα στις οπτικές απεικονίσεις «αόρατων» παθολογιών και όλη του την ψυχή στην (κάποτε ηθικολογική) κρούση του κώδωνα συναγερμού ενός κόσμου που «ζει εκτός ισορροπίας», το «Στον Ιστό του Τρόμου» είναι πολλά παραπάνω από μετουσίωση της Amblin «Αραχνοφοβίας», 34 χρόνια πριν.

Είναι και αυτό βέβαια – άλλωστε στην σύσταση της ταινίας χαμογελά ο Στίβεν Σπίλμπεργκ εκείνων των χρόνων, ο αξεπέραστος μετρ της μετά δέους προειδοποίησης/αναστολής της έκρηξης της απειλής. Όμως μετά η ταινία πληροφορείται εναλλάξ από τον Ρομέρο (στον έξωθεν κίνδυνο που σφίγγει γύρω από την σπαρασσόμενη ομάδα), τον Κρόνενμπεργκ (οι λάτρεις του ’70 του θα καταλάβετε), τον Κάρπεντερ (του «The Thing», κυρίως) και το γκάζι στο πάτωμα της ακραίας γαλλικής σχολής που αναφέραμε πιο πάνω. Στον οργανισμό της ενυπάρχουν η διαρκής συναίσθηση της τάξης των ανθρώπων της (μια εργατική πολυκατοικία που σαπίζει), η πολιτισμική στιγμή που περιλούζει σκηνογραφία, διάλογο και ήχους, η πρόσφατη ανάμνηση του πανδημικού τρόμου σε μετωπική σύγκρουση με τις χαοτικές μεταξύ ημών εμφύλιες αποστάσεις (αχ Άλεξ Γκάρλαντ, πόσο «εύκολα» περικλείεται ταινία σου στους ιστούς καλύτερων δημιουργιών), η «οικολογική» συνειδητοποίηση του τέρατος της εξέλιξης που στο τέλος θα μας συνθλίψει (απλουστευτικά αλλεπάλληλες οι φορές που ακούγεται ο Δαρβίνος στο έργο) και, όσο πιο ηθικοπλαστικά του επιτρέπει η κατάσταση, η δημιουργία ενός μοτίβου μέσα στο έργο που έχει σχέση με το ενδιαφέρον για τους άλλους, με την μνήμη αυτών που μας γέννησαν, με το ατομικό χρέος στο σύνολο και την συναίσθηση μιας ηθικής παρακμής (το τραγούδι του τέλους και νοηματικά ενδεικτικό).

Όλα αυτά δεν θα ήταν αρκετά, αν δεν ήταν τοποθετημένα εντός ενός τόσο αποτελεσματικού κλίματος. Παρά το χαμηλό(τατο) budget, ο Βάνιτσεκ αξιοποιεί σχεδόν τα πάντα προς όφελός του. Η κάμερα είναι πάντοτε κοντά στο αντικείμενο φέρνοντας ασφυξία, οι καθρέφτες πολλαπλασιάζουν το κάδρο κρύβοντας πάντοτε απειλή, η κάμερα στο χέρι δεν κρύβει αδυναμίες mise en scene αλλά σιγοντάρει σταθερά πλάνα ενίοτε εκπληκτικής φωτογράφησης (η σκηνή στο βανάκι) και υποθάλπει τον αποπροσανατολισμό του χάους. Αν φοβάσαι τις αράχνες θα εγκαταλείψεις στο 5λεπτο, αν νόμιζες ότι δεν τις φοβάσαι θα κοιτάς γύρω-γύρω στην αίθουσα και θα ξύνεσαι ασταμάτητα (γκουχ γκουχ). Ο Βάνιτσεκ, παρά τις όποιες (κατ’ εμέ) μικροπαραφωνίες, ας πούμε ενός υπέρβαρου διαλόγου (αν και είναι σαφής η πρόθεσή του και σε αυτό), ενός κάπως στημένου μελοδράματος κάπου εκεί στα 75 λεπτά, μετά την καλύτερη σκηνή του, ή μιας κλιμάκωσης που κάπως φρενάρει εκείνο που περιμένεις (έχοντας φάει όλα τα νύχια σου), σε παρασύρει σε ένα ποιοτικό γκραν γκινιόλ, ένα indie λογικής υπερθέαμα τρόμου και κλιμακούμενης ανησυχίας, το οποίο λειτουργεί διαρκώς υποδόρια και σημειολογικά. Πλην κάποιων λειψών εκτελέσεων, ντεμπούτο είναι άλλωστε, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε ένας σινεφίλ, και ειδικότερα λάτρης του είδους, να ζητήσει.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Στον Ιστό του Τρόμου
  • Στον Ιστό του Τρόμου