Inside
Inside
Tαυτόχρονα θρίλερ επιβίωσης, εκτεταμένη και σημειολογικά εμπλουτισμένη εκδοχή του θρυλικού επεισοδίου «Time Enough at Last» της «Ζώνης του Λυκόφωτος», one-man show του Νταφό και κινηματογραφικό installation. Ένα φιλμ που δύσκολα περνά απαρατήρητο.
Όπως αναφέρει στην αρχή της ταινίας ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Nemo, σε μια σχολική έκθεση ως παιδί έγραψε ότι τρία πράγματα θα έσωζε από το σπίτι του, αν ποτέ καιγόταν. Την γάτα του τον Γκράουτσο – φανταζόμαστε από τον Μαρξ- τον δίσκο των AC/DC και το μπλοκ ζωγραφικής του με τα σκίτσα του. Οι περισσότεροι συμμαθητές του διάλεξαν τους γονείς τους ή τα αδέρφια τους, αλλά εκείνος όχι. Με τα χρόνια η γάτα πέθανε, τον δίσκο τον δανείστηκε ανεπιστρεπτί ένας φίλος του και το μόνο που κράτησε είναι το μπλοκ ζωγραφικής. Τα έμβια όντα πεθαίνουν, η μουσική χάνεται, μόνο η τέχνη μένει αιώνια, αναφέρει. Ενήλικας πια, έχει εξελιχθεί σε κλέφτη πολύτιμων έργων τέχνης. Κατά τη διάρκεια μιας διάρρηξης σε ένα πολυτελές loft στη Νέα Υόρκη που πάει στραβά, ο Nemo παγιδεύεται, το smart σύστημα ελέγχου παρουσιάζει δυσλειτουργίες και καλείται να επιβιώσει με ελάχιστη τροφή και νερό, ανάμεσα σε έργα τέχνης εκατομμυρίων.
Παρατηρούμε, εσχάτως, ένα trend επαναπροσδιορισμού, όχι της τέχνης, αλλά των γενικότερων προτεραιοτήτων, που στη νοσηρή του εκδοχή οδηγεί πχ. στον βανδαλισμό πινάκων ζωγραφικής από ακτιβιστές. Στο σινεμά είδαμε πρόσφατα ταινίες να διατείνονται ότι, όταν ο (δυτικός, κατά κύριο λόγο) πολιτισμός οδεύει προς το τέλος του και οι ανισότητες διευρύνονται, η τέχνη μοιραία περνά σε δεύτερη μοίρα. Ανάμεσα στους εκφραστές αυτής της άποψης που εντοπίσαμε μέσα στους τελευταίους μήνες, βρίσκονται ο Ράιαν Τζόνσον του «Glass Onion», ο Αρονόφσκι της «Φάλαινας», που λογαριάζει για «αληθινή» τέχνη τα βιτριολικά post των social media, και ο Μαρκ Μάιλοντ του «Μενού», αν ανήκετε σε εκείνους που θεωρούν τη γαστρονομία τέχνη – μεγάλη συζήτηση, την οποία δεν θα κάνουμε εδώ, θα αναφέρουμε μόνο ότι το κύριο επιχείρημα των αρνητών είναι ότι η επονομαζόμενη υψηλή μαγειρική εξυπηρετεί μια πρωτογενή, βιολογική ανάγκη και άρα δεν μπορεί να θεωρείται τέχνη.
Ευτυχώς, το «Inside» του Βασίλη Κατσούπη δεν φαίνεται να ανήκει σε αυτή την κατηγορία ταινιών. Ναι, ο ήρωας μένει εγκλωβισμένος στο loft για πολύ καιρό, με τις εποχές να αλλάζουν εντός του λόγω του χαλασμένου θερμοστάτη, και ναι, παλεύει πρωτίστως για την επιβίωσή του. Όσον αφορά τη στάση του απέναντι στην τέχνη, όμως, η περιπέτειά του θα προσθέσει έναν απαραίτητο παράγοντα για τη διαιώνιση της: την ύπαρξη των άλλων και τη σχέση τους μαζί της. Ο Nemo θα μάθει με τον άσχημο τρόπο ότι χρειάζονται τους ανθρώπους τόσο ο ίδιος, όσο και η τέχνη – αν πάψουν να υφίστανται, θα πεθάνουν αμφότεροι, μόνοι και ξεχασμένοι. Δεν είναι μόνο κανένας άνθρωπος νησί, αλλά και κανένας πίνακας ζωγραφικής, κανένα γλυπτό, καμιά ταινία. Από εκεί και πέρα, η τέχνη επαναπροσδιορίζεται, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε γενιάς και προκύπτει, ταυτόχρονα, μέσα από την «καταστροφή» της, ως προϊόν αληθινού, βιωμένου δράματος.
Πρόκειται, όπως αντιλαμβάνεστε, για ένα καλλιτεχνικό φιλμ σε συσκευασία θρίλερ επιβίωσης, κάπου ανάμεσα σε μια εκτεταμένη, σημειολογικά εμπλουτισμένη εκδοχή του κλασικού επεισοδίου «Time Enough at Last» της «Ζώνης του Λυκόφωτος» και σε ένα κινηματογραφικό installation που διερωτάται πότε βλοσυρά και πότε παιχνιδιάρικά τι είναι τέχνη, τι εξυπηρετεί και αν μπορεί να υπάρξει δίχως τον ανθρώπινο παράγοντα. Από ένα γνωστό μουσικό «έγκλημα», η λειτουργία του οποίου αλλάζει ανάλογα με τη διάθεση του ήρωα, μέχρι το ίδιο το όνομά του – Nemo, δηλαδή «κανένας» στα λατινικά, αλλά και Κάπτεν Nemo του Βερν, αλλά και ο Nemo της Pixar, όπου συμμετείχε ο πρωταγωνιστής- το «Inside» μοιάζει να ενθαρρύνει τη διακειμενικότητα και τη διαδραστική συμμετοχή του θεατή, ώστε να «περάσει» έτσι και την τελική του θέση.
Μπορεί να μην συνιστά υπόδειγμα οικονομίας, μπορεί να γίνεται αχρείαστα επεξηγηματικό, προκειμένου να μην «χάσει» το κοινό του, που, ορθώς, θέλει να είναι ευρύτερο από εκείνο του μέσου αντίστοιχου τίτλου, έχει όμως πρωταγωνιστή περιωπής, ο οποίος γνωρίζει πώς να κρατήσει το ενδιαφέρον μας, έχει σενάριο που εφευρίσκει επεισόδια για να σπάσει τη μονοτονία – αν και η μονοτονία είναι κάποιες φορές το ζητούμενο- έχει σκηνογραφία έκτακτη και, πάνω από όλα, έχει έναν σκηνοθέτη που ξέρει σινεμά, αξιοποιεί κάθε σπιθαμή του περιορισμένου σκηνικού μέσω ενός συνεχόμενα εφευρετικού ντεκουπάζ και φαίνεται σαν να μην παίρνει καμία τυχαία δημιουργική απόφαση. Ακόμα και το κλείσιμο με το «Pyramid Song» των Radiohead, πέρα από εσωτερικό αστείο, μοιάζει να βρίσκεται εκεί για να αναιρέσει αυτό που πίστευε ο «αναγεννημένος», πια, ήρωας για τη μουσική.