Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή

Julie Keeps Quiet

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Βέλγιο, Σουηδία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λεονάρντο Βαν Ντελ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Λεονάρντο Βαν Ντελ, Ρουθ Μπεκάρ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τέσα Βαν ντεν Μπρεκ, Λοράν Καρόν, Πιερ Ζερβέ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Νικόλας Καρακατσάνης
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Καρολάιν Σο
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: One From The Heart
    Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή

Σε μια ελίτ βελγική ακαδημία τένις μια εκκολαπτόμενη νεαρή πρωταθλήτρια, η Τζούλι, αναστατώνεται μαθαίνοντας ότι μια πρώην συναθλήτριά της, με την οποία μοιράζονται τον ίδιο προπονητή, αυτοκτόνησε. Όταν η έρευνα σε βάρος του προπονητή ξεκινά, η Τζούλι κλείνεται ολοκληρωτικά.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είναι δίκοπο -και πολύ κοφτερό- μαχαίρι ο συνδυασμός τυπικά παγερής φεστιβαλικής αισθητικής και θερμού ζητήματος (όχι μόνο) επικαιρότητας, σχετιζόμενου με παιδαγωγικές/καθοδηγητικές/εξαρτητικές σχέσεις. Και ο αθλητισμός, ο πρωταθλητισμός για την ακρίβεια, με τα κλειστά, εντελώς αναερόβια συστήματά του, πειθαρχίας και «αφύσικα» στενών σχέσεων αθλητών/προπονητών, είναι το τέλειο οικοσύστημα ανάπτυξης νοσηρών φαινομένων. Μην ξεχνάμε από που ξεκίνησε και το ελληνικό #MeToo.

Το ντεμπούτο του Λεονάρντο Βαν Ντελ, μολονότι διόλου ατημέλητο ή ελεύθερο ενδιαφερουσών λεπτομερειών, ακολουθεί τυφλά τον μπούσουλα της φεστιβαλικής αναγνωρισιμότητας. Είναι απελπιστικά αργό, κλείνει τα πλάνα του ασφυκτικά πάνω στην πρωταγωνίστρια, αποφεύγει όμως και τα εκφραστικά κοντινά σε πρόσωπα πλην του δικού της, εστιάζει εξονυχιστικά σε σιωπή τίτλου και θέματος και ευελπιστεί ότι ένα κοινό που ενδιαφέρεται για το θέμα (ένα όχι περιορισμένο αριθμητικά κοινό, εκτιμώ) θα παραμείνει πιστό στην παρακολούθηση «για να δει τι θα γίνει», πώς η ταινία θα ξεδιπλώσει μυστικά και μιας μορφής λύτρωση. Όλα θεωρητικά εξυπηρετούν μορφικά το περιεχόμενο. Δεν αρκούν για να κάνουν μια καλή ταινία. (Και μεγάλο μέρος του κοινού θα εγκαταλείψει αργά ή γρήγορα εξουθενωμένο τη μάχη του στρατηλάτη Βαν Ντελ.) Το σινεφιλικό μάτι, έξω από ενδιαφερόμενος για τα κοινά άνθρωπος, είναι και ένα αισθητικό μάτι, αποζητά ικανοποίηση από εκφραστικά ερεθίσματα.

Υπάρχουν τέτοια; Όχι πολλά. Ικανοποιείσαι απαντώντας στον ερωτηματικό εαυτό σου διαπιστώνοντας ότι η έννοια της σιωπής/αποσιώπησης περνά στο μοντάζ και την εικόνα, (αυτο)ικανοποιείσαι από κάποιες σεναριακές λεπτομέρειες («δούλεψε το πρώτο σερβίς σου, το δεύτερο είναι άψογο», της λέει ο νέος προπονητής, και αυτό λέει όσα χρειάζονται για την επιθετική και την παθητική πλευρά του χαρακτήρα της αντίστοιχα – ή αλλού ένα πεντάγλυκο Dachshund αποκαλύπτει πολλά για τον ξεροκέφαλο χαρακτήρα της), θυμάσαι μια χαρακτηριστική εισαγωγική σκηνή σκιώδους τένις που προτρέπει κριτικές εκθέσεις ιδεών, όμως κάποτε, κάπως η κριτική πρέπει να επιτελέσει ένα έργο και να πάψει να ενθαρρύνει σκηνοθεσίες που συγχέουν τον μινιμαλισμό με την αδράνεια, τον αργό ρυθμό με την βαρύτητα και το επίμονο κάδρο με το περιεκτικό.

Και το θέμα; Αφήνεις τέτοιο θέμα να πηγαίνει χαμένο στον βωμό μιας αρχαιοπρεπούς κριτικής αισθητικής (όπως άκουγα πρόσφατα σε ένα συνέδριο «στον 19ο αιώνα είμαστε να μιλάμε για αισθητική;»); Το θέμα υπερβαίνει την μυστικοπαθή προσέγγιση του Βαν Ντελ. Πατά με προτεσταντική άνεση πάνω στην με κάθε τρόπο βέβαιη ενοχή του προπονητή, το υπαινισσόμενο κρίμα του οποίου μπορεί άνετα να γίνει αντικείμενο συναρπαστικής κουβέντας μετά την ταινία, δεν θα μάθουμε ποτέ όμως τι συνέβη, και η ταινία δεν θα συμμετάσχει στη συζήτηση. Ξέρουμε ότι φταίει, αρκεί. Τουλάχιστον κρατάμε το υγιές ενός φινάλε μιας κάποιας (βωβής, και πάλι) έκφρασης που θραύει την σιωπή, αν και οι εντυπωσιασμοί και οι μεγάλες χειρονομίες (όπως και η ουσία μιας καταγραφής/περιγραφής που να στοιχειώνει τον θεατή) δεν ανήκουν σε αυτό το σινεμά. Αντίθετα με το θέμα της, μια ακόμα ταινία που θα ξεχαστεί σύντομα.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή
  • Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή