June & John

Η αναπάντεχη επιστροφή του Λικ Μπεσόν με μια πειραγμένη εκδοχή του «Bonnie and Clyde» γυρισμένη εξ ολοκλήρου με κινητό. Αγαθή η πρόθεση, άτσαλο και πολλαπλά συζητήσιμο το αποτέλεσμα.
Ο Τζον (Λουκ Στάντον Έντι) είναι ένας νέος άνδρας η ζωή του οποίου βρίσκεται σε αδιέξοδο. Κάνει μια δουλειά που δεν του αρέσει υφιστάμενος τις διαρκείς παρατηρήσεις του αυταρχικού αφεντικού του και την ενοχλητική φλυαρία του συνεργάτη του, δεν έχει φίλους, έχει ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που συναναστράφηκε με γυναίκα. Θα γνωρίσει, όμως, την Τζουν (Ματίλντα Πράις), μια μυστηριώδη κοπέλα με την οποία θα ερωτευτούν και μαζί θα επιχειρήσουν να το σκάσουν από την ανιαρή καθημερινότητά τους, αψηφώντας τους κανόνες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η ευτυχία τους, όμως, είναι προορισμένη να λήξει σύντομα, αφού η Τζουν είναι βαριά άρρωστη.
Ο Λικ Μπεσόν, πάλαι ποτέ παιδί-θαύμα του γαλλικού cinema du look, έχει δει την καριέρα του να ακολουθεί μια μάλλον άσχημη τροπή τα τελευταία πολλά χρόνια, με τα ολοένα και πιο φιλόδοξα project του να αποσπούν όλο και δυσμενέστερες κριτικές. Όπως οι ήρωές της νέας του ταινίας προσπαθούν να αποδράσουν από μια καθημερινότητα γεμάτη νόρμες, έτσι και ο ίδιος ο 66χρονος Γάλλος δημιουργός μοιάζει να γύρισε αυτό το φιλμ ως διάλειμμα ανάμεσα σε μεγαλύτερα σχέδια, αλλά και ως μια επιστροφή στις ρίζες του: μικρός προϋπολογισμός, κινητό αντί για παραδοσιακή μηχανή λήψης, λίγοι και άσημοι ηθοποιοί.
Το «June and John» είναι μια πειραγμένη εκδοχή του κλασικού «Bonnie & Clyde» (1967), όπου ένα αντισυμβατικό ζευγάρι επιδίδεται σε μια σειρά από παράνομες πράξεις, από ένα σημείο και ύστερα απλά για την απόλαυση της παρανομίας. Έχουμε δει αμέτρητες παραλλαγές αυτού του μοτίβου, από arthouse απόπειρες («Badlands» του Τέρενς Μάλικ) μέχρι φεμινιστικές αναγνώσεις («Thelma & Louise» του Ρίντλεϊ Σκοτ) και το φιλμ του Μπεσόν δεν έχει κάτι καινούργιο να πει. Αυτός είναι ο λόγος που οι χαρακτήρες του και η ίδια η πλοκή ποτέ δεν απογειώνονται πραγματικά, αφού ό,τι συμβαίνει επί της οθόνης μοιάζει υπερβολικά οικείο.
Ένα ακόμα πρόβλημα της ταινίας, ίσως ακόμα πιο σημαντικό, είναι η σεναριακή προχειρότητα. Ο βιαστικός και διόλου πειστικός τρόπος με τον οποίο ερωτεύονται οι πρωταγωνιστές μας, οι ευκολίες που επιστρατεύονται ώστε να οδηγηθούμε στην, υποτίθεται, συγκινητική κλιμάκωση, το εκβιαστικό μελόδραμα που προκύπτει μέσα από την παντελώς αχρείαστη υποπλοκή της ασθένειας της Τζουν, η οποία μάλιστα επιλύεται από το σενάριο με ένα εντελώς τεμπέλικο εύρημα, υπονομεύουν το εγχείρημα και το καθιστούν σχεδόν αστείο.
Σε επίπεδο φόρμας, ο Μπεσόν επιχειρεί εδώ μια επιστροφή στο λεγόμενο cinema du look, μέσα από υπερτονισμένους χρωματικούς τόνους, ταχύτατο μοντάζ, φανταχτερές σκηνές δράσης και έντονους φωτισμούς. Δυστυχώς, όμως, δεν ελέγχει καθόλου τον τόνο της ταινίας του, γυρίζοντας κάθε σκηνή ανεξαιρέτως σαν να πρόκειται για δραματική κορύφωση. Κοντινά πλάνα σε αντικείμενα και χαρακτήρες που δε διαδραματίζουν κανένα απολύτως ρόλο στην πλοκή, υποκειμενικά πλάνα προσώπων που εμφανίζονται σε μια μόνο σκηνή χωρίς καν να έχουν ατάκες, ολόκληρα stunts (η σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές πηδούν με αλεξίπτωτα από ένα ελικόπτερο) τα οποία υπονομεύουν την ίδια την πρόθεση της ταινίας να επαναφέρει τη χαμένη απλότητα των πρώτων έργων του σκηνοθέτη.
Ο Λικ Μπεσόν δεν υπήρξε ποτέ αληθινά σπουδαίος σκηνοθέτης, στο ξεκίνημά του όμως παρέδωσε μερικές ταινίες που δικαιολογημένα αγαπήθηκαν από τη γενιά που γαλούχησαν. Δυστυχώς, δεκαετίες τώρα μοιάζει να έχει χάσει την έμπνευσή του και η μία αποτυχία διαδέχεται την άλλη. Το «June and John», ενώ στα χαρτιά θα μπορούσε να αποτελεί την επάνοδό του σε έναν τύπο σινεμά που κάποτε ήξερε να κάνει αρκετά καλά, τελικά αποδεικνύει πως ο δημιουργός έχει απωλέσει το άγγιγμά του. Μένει να δούμε αν κάποιο από τα επόμενα, πιο μεγαλεπήβολα σχέδιά του, όπως το επερχόμενο «Dracula: A Love Tale» μπορεί να μας διαψεύσει.