Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης
Kiss of the Spider Woman
Δύο κρατούμενοι, ένας πολιτικός κι ένας λόγω «σεξουαλικής αναίδειας», βρίσκονται στο ίδιο κελί στην διάρκεια της αργεντίνικης δικτατορίας. Η εμπειρία θα αλλάξει και τους δυο. Κινηματογραφική προσαρμογή του ομώνυμου μιούζικαλ του Τέρενς ΜακΝάλι, το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του Μανουέλ Πούιγκ από την δεκαετία του ’70.
Υπάρχει μια μακρά περιπλοκή γύρω από την ιστορία του βιβλίου του Πούιγκ, της πρώτης του κινηματογραφικής προσαρμογής από τον Έκτορ Μπαμπένκο το 1985, της λίγο μεταγενέστερης (1992) διασκευής του ΜακΝάλι σε μιούζικαλ και τώρα της ταινίας που ο Μπιλ Κόντον επιλέγει για την επιστροφή του σε ένα σινεμά είδους που τον έκανε κάποτε περιζήτητο. Ας πούμε συνοπτικά ότι στον πυρήνα της περιπλοκής δεν είναι τόσο η ιδιοφυής σύλληψη του βιβλίου να αντιπαραθέσει τις έννοιες της πολιτικής ευθύνης, της καλλιτεχνικής ανύψωσης, καθώς και της ώσμωσης των δύο με καταλύτη τον έρωτα της απόδρασης, την ενωτική ανάγκη για ιστορίες και την αγάπη. Ατυχώς, ίσως, μιας και ο ένας εκ των δύο χαρακτήρων είναι ένας ομοφυλόφιλος άνδρας, τα πέριξ των μιούζικαλ παραγωγών ένοιωσαν ισχυρή την βαρυτική έλξη της στάσης απέναντι στην σεξουαλική ταυτότητα. Η ταινία του 1985 υπερέβη τα (πολλά) προβλήματα και συνέθεσε μια ιστορική δημιουργία, η ταινία του Κόντον όμως παίρνει αμπάριζα και ασχολείται έμφυτα με τα sexual politics της εποχής μας. Δεν είναι μια κακή ταινία (αλίμονο, Κόντον είναι, έφτιαξε κάποτε το έξοχο «Θεοί και Δαίμονες»), είναι όμως μια στενεμένη ταινία, μπλεγμένη σε…ιστούς, που δεν εκμεταλλεύεται το θεματικό εύρος που της παρέχεται. Ή, αλλιώς, όπως θα το έλεγε ο Έντουαρντ Όλμπι (ο μέγας θεατρογράφος, που υπήρξε κάποτε και ζευγάρι με τον ΜακΝάλι), «δεν είμαι γκέι συγγραφέας. Είμαι ένα συγγραφέας που τυγχάνει να είναι γκέι». Σε αυτό το λογοπαίγνιο (;) εσωκλείεται η χαμένη ευκαιρία της ταινίας μας.
Η Τζένιφερ Λόπεζ παίρνει την «ταινία μέσα στην ταινία» εντελώς πάνω της, κάνει άπαντες υπολοίπους να φαίνονται επίδοξοι ηθοποιοί σε οντισιόν
Επί χάρτου.
Καθώς η ιστορία διαδραματίζεται σχεδόν ολόκληρη σε ένα κελί, ο κίνδυνος της θεατρικότητας καραδοκεί. Δύο (+1) όπλα-κλειδιά υπάρχουν για τούτο. Πώς θα σκηνοθετηθούν οι «κλειστές» σκηνές και πώς θα ερμηνευθούν οι δύο βασικοί ρόλοι - δίνοντας και την σκυτάλη στην «ταινία μέσα στην ταινία». Ο Κόντον ποντάρει πολλά παραπάνω στην χτυπητή διαφορά των εξαθλιωμένων σκηνών του κελιού με τις λουσάτες της «ταινίας στην ταινία» και πολύ λιγότερα αφ’ ενός στο τονικό χτίσιμο των χαρακτήρων και εν συνεχεία στις σκηνές του κελιού καθαυτές. Έτσι η ατμόσφαιρα στο κελί είναι (έξω από κατάφωτη, κατά τον φριχτό σύγχρονο πλατφορμικό τρόπο), ζωηρή, επιτηδευμένα συναισθηματική, «νοηματική», κάπως ελαφριά και ενίοτε (στερεοτυπικά) queer χιουμοριστική. Χαρακτηριστική η σκηνή που ο Βαλεντίν τα έχει κάνει πάνω του: Στην πρώτη ταινία η ανθρωπιά των δύο, και ιδίως του Μολίνα, ήταν συνταρακτική, εδώ «εντάξει δεν θα κάνω και καριέρα μ’ αυτό». Και ναι, σε στιγμές φαίνεται αγκυρωμένη σε μια θεατρικότητα, ίσως και γιατί υστερεί τόσο σε σχέση με τις σκηνές των «αποδράσεων». Επίσης, τι να κάνουμε, ο Τόνατιου και ο Ντιέγκο Λούνα είναι αβαρές και μόνο να τοποθετηθούν στο ίδιο ζύγι με τους Γουίλιαμ Χερτ και Ραούλ Τζούλια. Είναι δυο σχετικά πειστικά, έντιμα παιδάκια σε μια καλοπροαίρετη θεατρική παράσταση, αντί δύο τραυματισμένοι ενήλικοι στις πιο σφραγιστικές στροφές της ζωής τους. Βλέποντας την ταινία του 1985, εκτιμώ, θα συμφωνήσει κανείς. (Επίσης, αν μια άποψη θεωρεί ότι το παρόν υιοθετεί την λογική του μιούζικαλ, οφείλω να αντιταχθώ ως κάποιος που παίρνει το μιούζικαλ στα σοβαρά, όπως στο κάτω-κάτω και ο «Μολίνα» των ΜακΝάλι και Κόντον.)
Η ταινία του Κόντον απογειώνεται, σχετικά, όταν μπαίνει η μιούζικαλ κινηματογραφική απόδραση στο κόλπο, το +1 που λέγαμε, διατρανώνοντας έτσι όμως ακόμα πιο χτυπητά την έλλειψη ζυγοστάθμισης. Τα τραγούδια και η μουσική είναι καλά (αν και όσο προχωράμε…αδυνατίζουν για να ξαναβρούν φόρμα στο ομώνυμο της ταινίας νούμερο), το στήσιμο είναι επαγγελματικό και ενίοτε απολαυστικό, ο Κόντον κόβει ξυραφένια στο τέμπο, τα κοστούμια (Κόλιν Άτγουντ, ευτυχώς) έλκουν και, βέβαια, η Τζένιφερ Λόπεζ: Πάντα φιλότιμη, πάντα εξυπηρετική, η ποπ σταρ που με το στανιό αγωνίστηκε να αυτοανακηρυχθεί Ντίβα, σε αναγκάζει εδώ να την αποδεχθείς και ως τέτοια. Παίρνει την «ταινία μέσα στην ταινία» εντελώς πάνω της, κάνει άπαντες υπολοίπους να φαίνονται επίδοξοι ηθοποιοί σε οντισιόν και μόνο στις λεπτομέρειες, ίσως, δεν είναι μια τέλεια πρόταση για το προσεχές Όσκαρ στον Γυναικείο Υποστηρικτικό. (Οκ και το ότι η ταινία δεν απασχολεί κανέναν στο αμερικανικό box office.)
Όμως και εδώ η ταινία σπινιάρει. Γιατί πώς να δεις το καταραμένο το μιούζικαλ της MGM, στο οποίο ανοιχτά αναφέρεσαι, έστω κι αν έχεις σταρ στην φαρέτρα σου, όταν η φωτογραφία όχι μόνο δεν έχει την άφθαστη (τελικά) φιλμική Technicolor λάμψη, αλλά δεν είναι έστω μια σπιθαμή πάνω από ένα επαγγελματικά οργανωμένο και εξοντωτικά χρωματικά διορθωμένο (και τηλεοπτικά φωτεινό) ψηφιακό πανδαιμόνιο; Αν έχεις στο νου σου τον Μινέλι και τον Ντόνεν, το αποτέλεσμα εδώ είναι αποφασιστικά β’ διαλογής. Κι όχι γιατί δεν υπάρχουν σημαντικοί διευθυντές Φωτογραφίας (εδώ ο έμπειρος Γερμανός Τ. Σλίσλερ – «Dreamgirls», «Μa Rainey’s Black Bottom»). Αλλά γιατί δεν υπάρχει ο μηχανισμός και η βιομηχανική απόφαση να κατασκευαστεί σε σκηνογραφικό βάθος και χρωματική λεπτομέρεια η εικόνα που θα φωτογραφηθεί (έστω και ψηφιακά) αντί να επαφίεται η παραγωγή ότι διορθωθούν όλα εργαστηριακά στο post production.
Κρίμα, υπήρχαν παραπάνω ελπίδες εδώ, αδιόρθωτα αισιόδοξοι οι λάτρεις του μιούζικαλ. Όσο κι αν ακουστούν στην πορεία προς τα Όσκαρ κάποιοι συμμετέχοντες -εδώ που ζούμε δεν ξέρεις ποτέ, μπορεί να πάρει και Όσκαρ ο φιλότιμος Τόνατιου- η Ιστορία δεν θα σταθεί και πολύ σε τούτο. Τουλάχιστον, αν μη τι άλλο, η φοβερά επαγγελματική και στο στοιχείο της Τζένιφερ Λόπεζ (τραγουδιστικά επίσης!), θα έχει να διηγείται την προσωπική της επιβίωση.







