Τα Πάνω Κάτω
L’Innocent

Όταν ο Αμπέλ μάθει τα μαντάτα, ότι δηλαδή η μητέρα του πρόκειται να παντρευτεί έναν άνδρα που βρίσκεται στη φυλακή, θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του προκειμένου να προστατέψει την οικογένειά του, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να καταφύγει στην παρανομία.
Η υποψήφια για 11 βραβεία Σεζάρ (από τα οποία κέρδισε τελικά αυτό του καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου) ταινία του Λουί Γκαρέλ, «Τα Πάνω Κάτω» είναι μια φρέσκια κωμωδία που μπλέκει αποτελεσματικά το είδος του heist και της κομεντί, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα που ανατρέπει έως έναν βαθμό τους κανόνες του genre, επιτρέποντας, αν μη τι άλλο στον θεατή, να αποχωρήσει από την αίθουσα δίχως να ξεχάσει άμεσα αυτό που έχει μόλις παρακολουθήσει στην μεγάλη οθόνη.
Η μονογονεϊκή καθημερινότητα του Αμπέλ (Γκαρέλ), πρόκειται να αλλάξει άρδην όταν η ηθοποιός μητέρα του Συλβί (Γκρίνμπεργκ) ερωτευτεί παράφορα και τελικά παντρευτεί τον Μισέλ (Ζεμ), έναν κατάδικο που πρόκειται σύντομα να αποφυλακιστεί. Ο Αμπέλ θα δει από την αρχή με άσχημο μάτι την σχέση της μητέρας του με τον Μισέλ, έναν προβληματισμό που θα μοιραστεί με την φίλη του Κλεμάνς (Μερλάν), μια ειλικρινή και έξω καρδιά γυναίκα, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από τον ίδιο. Η έξοδος του Μισέλ από την φυλακή θα σημάνει συναγερμό στο καχύποπτο μυαλό του Αμπέλ, ο οποίος θα αρχίσει να παρακολουθεί από κοντά τις κινήσεις του αγαπητικού της μητέρας του, που προς το παρόν μοιάζει αθώος. Είναι όμως πράγματι;
Ο διαχρονικός heartthrob της Γαλλίας, Λουί Γκαρέλ, υπογράφει το σενάριο, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε ένα φιλμ συνώνυμο του ελληνικού, σινεματικού καλοκαιριού που θέλει τις ταινίες του ανάλαφρες, κωμικές και σύντομες σε διάρκεια. Πρόκειται για ένα επιτυχημένο μίγμα κομεντί και ξώφαλτσου crime, υπό την έννοια ότι η ταινία δεν «βαραίνει» ποτέ σε επίπεδο υπόθεσης, διατηρώντας την νωχελικότητα μιας θερινής πρότασης (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην δική μας, εγχώρια κατανάλωση), στην οποία τα πάντα εξελίσσονται με γνώμονα την τήρηση των λεπτών ισορροπιών μεταξύ δράματος και κωμωδίας.
Κατά κάποιον τρόπο θα έλεγε κανείς πως δικαιολογημένα το βραβείο Σεζάρ κατέληξε στο σενάριο τούτου του φιλμ, αφού μπορεί εξ όψεως να μοιάζει μια από τα ίδια, όμως στην πραγματικότητα ο Γκαρέλ και οι συν-σεναριογράφοι του Τανγκί Βιέλ και Νάιλα Γκιγιέτ, έχουν κάνει καλή δουλειά, κρατώντας κάποιους κρυμμένους άσσους στο μανίκι τους, δημιουργώντας έτσι προσδοκίες τις οποίες αργότερα θα ανατρέψουν, ούτως ώστε να μην είσαι ποτέ σίγουρος ως προς την αφηγηματική κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν οι ήρωες.
Μπορεί ανά στιγμές το φιλμ να βολεύεται κάπως στην αναγνωσιμότητα των ηθοποιών του, όμως υπάρχουν δυο τρεις σκηνές (με ίσως καλύτερη αυτήν που διαδραματίζεται μέσα στο φαγάδικο) που δίνουν στην ταινία τις πρέπουσες δόσεις δράσης, αναμεμιγμένης ενίοτε με έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό, που «συγχωράει» την ακραία ανάγκη του Γκαρέλ να αποδείξει ότι παραμένει σκηνοθετικά, ένα παιδί της γαλλικής, κινηματογραφικής σχολής, με εκείνες τις σεκάνς (ευτυχώς μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού), που αισθητικά μοιάζουν εντελώς παράταιρες με το story, παραπέμποντας περισσότερο σε φιλμ της Nouvelle Vague, παρά σε κομεντί της σύγχρονης κινηματογραφίας.
Από πλευράς ερμηνειών, η πρωταγωνιστική τετράδα τα καταφέρνει καλά, με την Νοεμί Μερλάν του «Το Πορτρέτο Μιας Γυναίκας που Φλέγεται» να ξεχωρίζει χάρη στην νευρώδη της παρουσία που καθίσταται κατά τι πιο ξεχωριστή από τις υπόλοιπες και τον Γκαρέλ να διατηρεί την υποκριτική του γοητεία σε έναν ρόλο μανιέρα που τον έχουμε ξαναδεί μεν, αλλά που δεν παύει να του ταιριάζει γάντι δε.
Σε γενικές γραμμές το «Τα Πάνω Κάτω» είναι ένα φιλμ που βρίσκεται αρκετά πάνω από τον μέσο όρο των γαλλικών ταινιών που φτάνουν στα ελληνικά θερινά κάθε καλοκαίρι. Ακόμα κι αν νομίζεις πως πρόκειται για ένα φιλμ του σωρού, το μόνο σίγουρο είναι πως θα σε εκπλήξει ευχάριστα, αν όχι για την κάποια πρωτοτυπία της υπόθεσής του, τότε σίγουρα για τον ενδιαφέροντα τρόπο που μπλέκει τα επιμέρους κινηματογραφικά του είδη.