Η Κόρη του Μπαμπά
La Fille de son Pere
Ο Ετιέν μεγαλώνει μόνος του την κόρη του Ρόζα. Όταν εκείνη φτάσει σε ηλικία που θα πρέπει πια να «πετάξει» μακριά από την οικογενειακή «φωλιά» λόγω σπουδών, ο Ετιέν θα βιώσει μια ετεροχρονισμένη κρίση εφηβικής/μέσης ηλικίας.
Τίποτα δεν φωνάζει γλυκό καλοκαιράκι στην Ελλάδα όπως το «γαλλική κομεντί σε θερινό» και σαφώς η ταινία του Εργουάν Λε Ντουκ δεν ξεφεύγει από την μανιέρα της εποχής, αφού (μας) συστήνεται ως μια ελαφριά κωμωδία, όμως τουλάχιστον διαθέτει μια κάποια γοητεία πλοκής και ένα ωραίο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Αρκούν αυτά τα στοιχεία για να καταστήσουν μια ταινία καλή; Όχι. Αρκούν αυτά τα στοιχεία για να καταστήσουν μια ταινία καλή για θερινό, συνοδεία μπύρας και λοιπόν παρελκόμενων εν αναμονή ή και κατά τη διάρκεια του ελληνικού θέρους; Ναι.
Ο Ετιέν είναι είκοσι χρονών όταν γνωρίζει τη Βαλερί και ο έρωτάς τους είναι ακαριαίος και σαρωτικός, όπως και οι περισσότεροι έρωτες σε αυτήν την ηλικία. Το θέμα είναι πως μαζί με αυτόν έρχεται σύντομα και ένα μωρό. Ο Ετιέν μοιάζει σίγουρος για την επιλογή τους, όχι όμως και η Βαλερί η οποία εγκαταλείπει και τους δυο τους. Fast forward στο παρόν, η Ρόζα έχει γίνει μια νεαρή κοπέλα με καλλιτεχνικές και ιδιαίτερες ζωγραφικές ανησυχίες, έτοιμη να αναχωρήσει για τις σπουδές της στην Καλών Τεχνών και εκεί που ο πατέρας της τα έχει - φαινομενικά - όλα τακτοποιημένα, η εικόνα της Βαλερί σε μια τηλεοπτική εκπομπή θα φέρει τα πάνω κάτω και για τους δυο τους.
Το φιλμ του Λε Ντουκ δεν αποτελεί την κλασική συνταγή που έχουμε συνηθίσει εδώ και χρόνια εκ Γαλλίας, υπό την έννοια πως υπάρχει ένα βασικό, οικογενειακό δράμα και ένα νωχελικό χιούμορ που όμως δεν βαραίνουν το σενάριο ούτε σε επίπεδο συγκίνησης, ούτε και σε επίπεδο κωμικότητας, από την άποψη πως πρόκειται για μια πλοκή που αφορά σε μια «φέτα ζωής» των πρωταγωνιστών – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Πρόκειται για ένα κλασικό δείγμα ανεξάρτητης κινηματογράφησης με ρευστό ρυθμό και ρεαλιστική πρόζα, που όσο αποτελεσματικά στήνει την πρώτη του πράξη, τόσο χαλαρώνει στις επόμενες δύο χάνοντας τον αφηγηματικό του προσανατολισμό, μόνο για να καταλήξει σε αναμενόμενα μονοπάτια, δίχως να εκμεταλλεύεται τελικά το αρχικό momentum της υπόθεσης.
Ουσιαστικά η ταινία αποτελεί την καταγραφή της σχέσης ενός πατέρα με την κόρη του, εξετάζοντας, αν και κάπως επιφανειακά η αλήθεια είναι, τον αντίκτυπο ενός ισχυρού σοκ ζωής - όπως συμβαίνει εδώ με την εγκατάλειψη από την σύντροφο/μητέρα – και στο πως αυτό το συναισθηματικό ταρακούνημα μπορεί να ωθήσει μελλοντικά τους εμπλεκόμενους σε καλύτερες επιλογές ως προς στην αντιμετώπιση των σχεσιακών τους αναποδιών. Πιο απλά, μιλάμε για έναν οικογενειακό «how to», κινηματογραφικό μπούσουλα που όμως εξαντλείται ταχύτατα, σε βαθμό που ούτε η σκηνοθεσία, ούτε και οι καλές ερμηνείες μπορούν να τον σώσουν από την άμεση λήθη.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι Ναχουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ και Σελέστ Μπρουνκέλ αποτελούν ένα αξιόλογο δίδυμο πατέρα-κόρης, ιδιαίτερα κάπου μέχρι και τα μέσα της ταινίας, με μια αβανταδόρικη ανταλλαγή ατακών μεταξύ τους και μια πιστευτή χημεία, παρά την οφθαλμοφανή μικρή διαφορά ηλικίας των ηθοποιών, αφού αυτός είναι και ο σκοπός του ίδιου του σεναρίου.
Συνολικά «Η Κόρη του Μπαμπά» δεν είναι η μέση γαλλική ταινία της σεζόν που έχεις συνηθίσει, δεν αποτελεί όμως και κάτι το πραγματικά πρωτότυπο, το πιθανότερο είναι πως θα αρέσει στους λάτρεις της κομεντί, αν και μάλλον ακόμα και εκείνοι θα παραδεχτούν πως έχουν δει πολύ καλύτερες.