Διπλή Ταυτότητα
La Infiltrada

Στην Ισπανία των ‘90ς μια νεαρή αστυνομικός διεισδύει στην ΕΤΑ με νέα ταυτότητα, πλήρως αποκομμένη από το παρελθόν της και με μόνη σύνδεση τον Άνχελ, αξιωματικό της στο Σώμα. Τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ισπανία όπου και κατέκτησε 13 υποψηφιότητες στα βραβεία Γκόγια επικρατώντας στην Καλύτερη Ταινία αλλά και στην Ερμηνεία για την εντυπωσιακή Καρολίνα Γιούστες.
Εάν προσεγγίσει κανείς ιδεολογικά έμμονα το θρίλερ της Αράντσα Ετσεβαρία θα σκαλώσει σε μια αποφασισμένα μονόπλευρη παρουσίαση. Το κράτος, η Ισπανία και η Αστυνομία της είναι οι καλοί, τα μέλη της ΕΤΑ είναι οι κάκιστοι και κυμαίνονται από το «φανατικά ρομπότ με ικμάδες ανθρωπιάς» μέχρι το «δολοφονικά ανθρωπόμορφα» που παρότι εξ (ιδεολογικών) ευωνύμων, αναπαράγουν όμοια και χειρότερα τις τοξικότερες πατριαρχικές βουλές και, φυσικά, την πλήρη αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή. Η αλήθεια είναι ότι η δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης είχε πολλές «παράπλευρες απώλειες» (βλέπε ζωές αθώων), αν και στο μυαλό τους τουλάχιστον, όπως στο μυαλό κάθε ανάλογης οργάνωσης, το κατεστημένο που εχθρεύονταν δολοφονούσε πολλούς περισσότερους αθώους δίχως ποτέ να κατακτά την θέση του πραγματικού Κακού που του αναλογούσε.
Από τη στιγμή που απαγκιστρωνόμαστε από την ιδεολογική μέγγενη, η δουλειά της Ετσεβαρία χαρίζει ένα εξαιρετικά αγωνιώδες θρίλερ, με όλα της τα λεφτά στην χιτσκοκική αναπαράσταση
Όλα αυτά όμως είναι μια απέραντη συζήτηση που ποτέ δεν γίνεται - και ίσως δεν είναι εφικτή σήμερα. Είναι επίσης και κάτι που, όπως είπαμε, δεν απασχολεί διόλου την ταινία, όντας τελικά και το μεγαλύτερό της «ψεγάδι». Παρότι δηλαδή έχει τα υλικά του πολιτικού θρίλερ δεν γίνεται ποτέ ενεργητικά πολιτική. Παθητικά, ωστόσο, είναι μια ταινία που διαλέγει πλευρά και την τιμά περίπου απαρέγκλιτα.
Από τη στιγμή που απαγκιστρωνόμαστε από την ιδεολογική μέγγενη, η δουλειά της Ετσεβαρία χαρίζει ένα εξαιρετικά αγωνιώδες θρίλερ, με όλα της τα λεφτά στην χιτσκοκική αναπαράσταση (η οποία αν εκτελεστεί σωστά δεν γερνά ποτέ). Δεν έχει και πολλά να πεις έξω από το πόσο σωστά και μεθοδικά στήνει την θριλερικότητά της, πόσο καλά αρθρώνει τις μικρές και τις μεγάλες σκηνές έντασής της και πόσο (περίπου) έξοχα σκηνοθετεί set pieces φτιαγμένα να τρέμει το φυλλοκάρδι σου (ή να…βρίζεις αν είσαι με τους άλλους). Το «περίπου» άπτεται του ότι σεναριακά μπορεί κανείς να ασκήσει μια μερική κριτική στο κατά πόσον είναι αναμφίβολη η αναγκαιότητα της δράσης που παρακολουθούμε (κάτι που ξεχωρίζει το κομψό αριστοτέχνημα από την καλή ταινία), αλλά και πάλι η σκηνοθετική απόδοση είναι σε σοβαρά ύψη.
Ο Λούις Τόσαρ είναι συνήθης απόλαυση, ο Ντιέγκο Ανίδο είναι λες ο ίδιος ο χαρακτήρας που υποδύεται (Σέρχιο Πόλο), η φωτογραφία λίγο πιο ψηφιακή από τα γούστα του γράφοντος, η πραγματολογία της καλλιτεχνικής διεύθυνσης επαρκέστατη (οι Ισπανοί μεγαλουργούν στην διήγηση εδώ και χρόνια – ηγουμένου του τεράστιου Οριόλ Πάουλο) κι αν λείπουν κάποιες αναπνοές φόντου που θα μεγάλωναν το έργο ατμοσφαιρικά, έρχεται εξισορροπητικά η Καρολίνα Γιούστες να θριαμβεύσει στον ρόλο της δίνοντάς σου το μέτρο της ανατριχίλας της θέσης της.