Η Λεοπάρδαλη του Χιονιού
La Panthère des Neiges

Στο οροπέδιο του Θιβέτ, σε ύψος τουλάχιστον 5 χιλιομέτρων και θερμοκρασίες αποκλειστικά υπό του μηδενός, o περίφημος φωτογράφος άγριας ζωής Βενσάν Μενιέ συνοδεύεται από τον συγγραφέα Σιλβέν Τεσόν σε μια από τις φωτογραφικές επιχειρήσεις του να αντικρίσει την λεοπάρδαλη του χιονιού που ζει σε ευάλωτη κατάσταση στα Ιμαλάια. Πολλά παραπάνω από ένα τυπικό ντοκιμαντέρ φύσης.
Όχι βέβαια ότι εκεί που έχουν φτάσει τα ανάλογα ντοκιμαντέρ δεν είναι ήδη αξιοσημείωτο. Οι παραγωγές του BBC, συχνά σε συνεργασία με το Discovery Channel, όπως και αυτές του National Geographic, έχουν ανεβάσει σε δυσθεώρητα ύψη το κριτήριο αποτύπωσης της φυσικής ζωής. Όλες τους, τουλάχιστον εκείνες που φέρουν ανάλογη παραγωγική σφραγίδα, λειτουργούν ωφέλιμα στην οικολογική διαπαιδαγώγηση αποτελώντας ταυτόχρονα θαύματα κινηματογράφησης. Είναι όμως εύκολα λογισμένες ως «ντοκιμαντέρ». Το παρόν επιχειρεί μεν στον τομέα αυτό, την ίδια στιγμή όμως φιλοδοξεί στην ψυχική ανάταση ενός λόγιου οπτικού ποιήματος, διάστικτου με κάποιες σημαδούρες που ανά στιγμές μετρούν το φυσικό status quo δίπλα-δίπλα με μια φιλοσοφική ενατένιση.
Το κάνει τέλεια; Να ένα ερώτημα που στα χαρτιά του υπογράφοντος ισοδυναμεί με το αν αντέχει να σταθεί δίπλα στα φιλοσοφικά αξεπέραστα «Baraka» (1992) και «Samsara» (2011) του Ρον Φρίκι ή τα φυσιολατρικά ύψιστα και καινοτόμα «Μικρόκοσμος» (1996) και «Ταξιδιάρικα Πουλιά» (2001) που είχε επιμεληθεί ο Ζακ Περέν. Στις λεπτομέρειες, όχι. Για τούτο βαρύνεται η λογική των δημιουργών που παρεμβάλλει αρκετό διάλογο και voice over, με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι σε κάποιες στιγμές ότι κάνουν αυτό που περηφανεύονται ότι προσπάθησαν με αίμα να μην κάνουν: Να μπερδευτούν στα φυσικά συμβαίνοντα, να επηρεάσουν με ανθρώπινη λαλιά (εξαιρετικών προθέσεων) έναν κόσμο που μοιάζει με προϊστορικό αχό στον οποίον ο άνθρωπος είχε κάποτε -και έχασε- τη θέση του.
Όμως πέρα από την παρεμβολή αυτή, που άλλωστε συχνά χαρίζει στιγμές ποιητικής διείσδυσης στην μετάφραση ενός ανείπωτου κάλλους, η ταινία των Αμιγκέ και Μενιέ συνιστά κάτι το εκλεκτό. Στην αναζήτηση της λεοπάρδαλης του χιονιού, ενός εκπληκτικού, μοναχικού πλάσματος, που ο Μενιέ επιχειρούσε από το 2011 για να καταφέρει να το δει πρώτη φορά μόλις το 2016, πλάθεται μια ιστορία πάνω σε έννοιες όπως η παρατήρηση, η (μέγιστη) υπομονή, η οργανική συνάντηση με το φυσικό περιβάλλον, η μεταμόρφωση του ανθρώπου από «ιογενές» ον καταστροφής, σε αντίλαλο ενός αρχαίου χρόνου που «οι θεοί, τα ζώα και οι άνθρωποι» συνομιλούσαν την κοινή γλώσσα. Κάπου εκεί, σε πείσμα και εξαίσια αντίδραση προς μια εποχή που το «εδώ και τώρα τα πάντα» κατατρέχει (και κατατρύχει) το ασθμαίνον είδος μας, αρθρώνεται η γλώσσα του Μενιέ, η γλώσσα της αφαίρεσης, της συγχώνευσης στον θείο φυσικό χώρο, της αναμονής-προσμονής-υπομονής που ανταμείβει εξακολουθητικά, αφού για να τιμηθείς με την φυσική ώσμωση (η θωριά της λεοπάρδαλης) πρέπει να οξύνεις αισθητήρια που έχουν περιπέσει σε αχρησ(τ)ία. Ο αφουγκρασμός εδώ ανυψώνεται σε αναγκαία ενέργεια, αντί παθητική στάση. Και ο θεατής σε στιγμές μπορεί να αισθανθεί ότι ακόμα και η αναπνοή του θορυβεί.
Την ίδια στιγμή, χάρη σε έναν φυσικό χάρτη (του οποίου η αποτύπωση δικαιολογεί όλα τα κινηματογραφικά εισιτήρια του κόσμου) που η λεοπάρδαλη έχει για σπίτι της, η ταινία γίνεται ένα υπέροχο μάθημα περιήγησης στο κινηματογραφικό κάδρο. Έτσι, όχι μόνο μυστικά αποκαλύπτονται, μα το «εσωτερικό» ντεκουπάζ που παράγει ο ίδιος ο θεατής με την ιχνηλάτηση του κάδρου (κανείς δεν σου λέει που να κοιτάξεις, την ταινία την ανασυνθέτεις για λογαριασμό σου), χαρίζει μια ψυχική ανάταση. Ίσως γιατί συντονίζεσαι για λίγη ώρα με το τέμπο ενός κόσμου που συντελείται ενώ εμείς πατάμε κουμπιά. Ίσως και γιατί αγγίζεσαι από το μεγαλείο πλασμάτων που ζουν σε αρμονία, αυτάρκεια, σαφήνεια και, ποιος ξέρει, μια φυσική/θεϊκή διεύθυνση που τους επιτρέπει, σχεδόν θα έλεγες συγχωρητικά, να αντικρίζουν αυτά τα παράξενα δίποδα με τις κάμερες και τους εξοπλισμούς, να εννοούν την αγωνία που τα έφερε εκεί και να τους επιτρέπουν μια θύμηση ενός κόσμου που ίσως κάποτε υπήρξε και ίσως ποτέ δεν ήταν δυνατόν να εξακολουθήσει. Και μόνο σαν μια τέτοια παραδείσια υπόμνηση, η ταινία αξίζει πέρα για πέρα.
Η «Λεοπάρδαλη του Χιονιού» είναι ένα σημαίνον καλλιτεχνικό γεγονός για την πολύπαθη λέξη, μα ακέραιη έννοια, της Οικολογίας και αυτοί που αισθάνονται έναν δεσμό με αυτά που μας περιβάλλουν οφείλουν στον εαυτό τους μια χάρη να την απολαύσουν όπως της πρέπει, στην κινηματογραφική αίθουσα. Η μουσική των Γουόρεν Έλις και Νικ Κέιβ (ο τελευταίος μάλιστα κοσμούσε εν μέρει και το σάουντρακ των «Ταξιδιάρικων Πουλιών») είναι ακόμα ένα προσόν που υπογραμμίζει την αλλόκοσμη – και καθόλου απόκοσμη – εμπειρία της ταινίας.