Το Περασμένο Καλοκαίρι
L'été dernier
Μια φτασμένη δικηγόρος δικαιωμάτων ερωτεύεται και συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις με τον έφηβο γιο του συζύγου της από τον προηγούμενο γάμο του. Ριμέικ του σκανδιναβικού «Η Βασίλισσα της Καρδιάς» (2019) από την Κατρίν Μπρεγιά. Πανελλήνια πρεμιέρα στις 29ες Νύχτες Πρεμιέρας.
Διερωτάσαι για λίγο προτού ανοίξει πανιά το έργο, για ποιο λόγο μπορεί ένας δημιουργός του διαμετρήματος της Μπρεγιά να «καταφεύγει» σε ένα ριμέικ και μάλιστα τόσο πρόσφατης (και τόσο επιτυχούς) ταινίας. Η απάντηση είναι εύκολη. Η Μπρεγιά πρέπει να δαγκώθηκε βλέποντας την ταινία της Μέι Ελ Τούκι, να δαγκώθηκε από εγωισμό που δεν το έκανε πρώτη. Μετά ήταν απλό – έπρεπε να το φέρει στα μέτρα της, τα γαλλικά, τα θεματικά. Μια δημιουργός η οποία έχει χτίσει την καριέρα της πάνω στην σεξουαλικότητα, την πρόκληση και το βλέμμα στις ηλικίες μιας γυναίκας, όπως δεν παύουν ποτέ να συνυπάρχουν μέσα της. Η ταινία χρειάζεται κάτι ακόμη: Να μπορέσεις να περπατήσεις ένα αραχνοΰφαντο σχοινί, ακόμα λεπτότερο σήμερα απ’ ότι το 2019, επιχειρώντας μια μελέτη του σημείου που το ένστικτο και το (ευρέως εννοούμενο) «πρέπει» συγκρούονται. (Για μια εκτενέστερη θεματική συζήτηση της ταινίας παραπέμπω στην κριτική της ταινίας του 2019. Από εκείνη παραφράζω ένα «σλόγκαν» που δεν εφηύρε παρά η ζωή: Δεν μπορούμε να είμαστε πάντοτε εκείνο που πρέπει – κι εκείνο που θέλουμε – να είμαστε.)
Ωστόσο η 75χρονη σκηνοθέτις ξεχωρίζει στο χτίσιμο της ερωτικής ατμόσφαιρας, δίχως στιγμή να κηρύττει. Ποντάρει, και άριστα κάνει, στα φυτεμένα και τα αυτοφυή των θεατών της
Μια τέτοια ταινία δεν μπορεί να απευθυνθεί σε λογιών «κήνσορες», από άμβωνος κριτές των πάντων, Πάπες ηθικής και, βέβαια, σεμνότυφους. Οι οποίοι συνήθως είναι και όλα τα προηγούμενα. Απευθύνεται σε ανθρώπους που αναγνωρίζουν το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης στο πλαίσιο μια καλλιτεχνικής δημιουργίας και ασκούν εν συνεχεία με ευθύνη και αγάπη προς τον άνθρωπο το δικό τους δικαίωμα ιδεολογικής κριτικής πάνω στο δημιούργημα.
Συνεχίζοντας από αυτή τη βάση λοιπόν, η ταινία της Μπρεγιά έχει κατανοητή ρίζα στην «παράλογη» επιθυμία ενός άμεσου ριμέικ. Πράγματι, η μεταφορά στην αναγνωρίσιμη ηλιοφάνεια μιας μεγαλοαστικής εξοχής, δικαιολογεί εν πρώτοις την μεταφορά. Θέλει να παίξει σε γήπεδο ακατανίκητης ορμής, θέλει να αρμόσει στην δική της γεωγραφία μια ηρωίδα που διατηρεί μια ιδιότυπη σχέση με τις ηλικίες των ανδρών που την γοητεύουν και μια ακόμα πιο ιδιόγραφη αποτύπωση της ερωτικής της δυνατότητας. Θέλει επίσης να φτιάξει μια αρκετά διαφορετική ηρωίδα από αυτήν της Ντίρχολμ από την αποκάλυψη και μετά. Εκεί η παγωνιά της αποποίησης είναι πολική και φτάνει στην σκληρότητα. Εδώ τα πράγματα είναι πιο…μεσογειακά. Οδηγούν όμως σε ένα σφάλμα, το μόνο που επαληθεύει μια ροζ προαίσθηση που θα είχε ένας θεατής με επιφυλάξεις ως προς την δημιουργό. Η σκηνή του φινάλε, μόλις πριν την τελική σκηνή εννοώντας, είναι σκηνή που σε κάνει να μονολογείς «το παρατράβηξε το σχοινί εδώ». Η ρεαλιστικότητα είναι όπλο της ιστορίας, αν την παιδεύεις σε εκθέτει.
Ωστόσο η 75χρονη σκηνοθέτις ξεχωρίζει στο χτίσιμο της ερωτικής ατμόσφαιρας, δίχως στιγμή (στα μάτια του υπογράφοντος) να κηρύττει. Ποντάρει, και άριστα κάνει, στα φυτεμένα και τα αυτοφυή των θεατών της. Ο χαρακτήρας της (πολύ καλής) Ντρουκέρ ανήκει επίσης στα συν, με την πληρότητα της σκιαγράφησης, πράγμα που δεν συμβαίνει ακριβώς με τον νεαρό Σαμουέλ Κιρσέρ. Ο γιος της Ιρέν Ζακόμπ, πλησίον ενός Μπγιορν Άντρεσεν (ο Τάτζιο του βισκοντικού «Θάνατος στην Βενετία») είναι άριστα επιλεγμένος μεν, αλλά ελαφρώς εγκιβωτισμένος στο στερεότυπο του εφήβου-επαναστάτη χωρίς αιτία αλλά με κάψα. Τα φέρνει σε ένα κάποιο αξιοπρεπές πέρας πάντως, αλλά πρέπει ο θεατής να συμπληρώσει πολλά κενά, υπέρ του δέοντος αυθαίρετα.
...η Κατρίν Μπρεγιά αφήνει μια νότα έκπληξης, μια αναζωογόνηση και μια ειλικρίνεια
Αποφεύγει επίσης την κλασική γαλλική ασθένεια του υπερβολικού διαλόγου. Αν και εδώ, ειδικά με την τροπή της ιστορίας, που ίσως θα είχε πολύ ενδιαφέρον και αν τροποποιούνταν προς την κατεύθυνση της σοκαριστικής παραδοχής – κι ας άλλαζε το πρωτότυπο έργο (το οποίο άλλωστε αλλάζει στο τέλος) – πιάνεις στον αέρα μια διαλογική ανεπάρκεια, μια αποφυγή του σκληρού δράματος προς όφελος μιας ασάφειας που υπογραμμίζει και την διαφεύγουσα φύση του θέματος (που μοιάζει και η θέση της Μπρεγιά). Πάντως αυτό το τελευταίο θα δημιουργήσει πίδακες αντίδρασης από αυτούς που, δικαιολογημένα ίσως, θέλουν να δουν μιας μορφής καταδίκη. Κατά την γνώμη μου αυτή εσωκλείεται στο δράμα, όχι όμως με τον απλουστευτικό τρόπο που είμαστε πια προπονημένοι να αποδίδουμε.
Ο Κλοντ Σαμπρόλ χαμογελά σαρδόνια κάπου πίνοντας το κρασάκι του, ο Τζόζεφ Λόουζι (με Πίντερ, εδώ) θα έδινε μια ταινία να μιλάμε για πάντα, ο Σοτέ έτσι κι αλλιώς δεν θα καταπιανόταν ποτέ με κάτι τόσο μετωπικό (για να απαντήσω σ’ έναν φίλο), αλλά τελικά και έτσι, δίχως καθόλου συγκατάβαση, είναι ευλογία η γυναικεία ματιά. Αν μη τι άλλο γιατί στην στιγμή που βρισκόμαστε, μια ανδρική ματιά εδώ, ή μια ταινία με σχέση άντρα και έφηβης θετής κόρης σκηνοθετημένη από άνδρα, δεν θα άντεχαν ποτέ τις κραυγές και τους ψιθύρους. Οπότε το γυναικείο σινεμά πρέπει να σηκώσει τον σταυρό. Και η Κατρίν Μπρεγιά αφήνει μια νότα έκπληξης, μια αναζωογόνηση και μια ειλικρίνεια που μόνο από προσωπικά ενδιαφερόμενους επί μιας κινηματογραφικής ιστορίας δημιουργούς παίρνεις.