Τα Ίχνη της Βίας

Zeby nie bylo sladów / Leave No Traces

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Πολωνία, Τσεχία, Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιαν Π. Ματουζίνσκι
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Κάτζα Κράβτσικ - Βνουκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τόμας Ζίτεκ, Σάντρα Κορζένιακ, Γιάτσεκ Μπράτσιακ, Ρόμπερτ Βίκεβιτς, Τόμας Κοτ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κάτσπερ Φερτάς
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ιμπραχίμ Μααλούφ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 160'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Cinobo
    Τα Ίχνη της Βίας

Στην ταραγμένη Πολωνία των αρχών του ’80, ένας νεαρός υποκύπτει στα τραύματα που του καταφέρνει η Πολιτοφυλακή, η οποία τον έχει συλλάβει για ασήμαντο λόγο. Η συνέχεια θα δώσει διαστάσεις λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς της χώρας, ενώ η κυβέρνηση θα πασχίσει να καλύψει τα «ίχνη της βίας» πίσω της, σκεπάζοντας το γεγονός. Αληθινή ιστορία και πρόταση της Πολωνίας στο περσινό Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Πανελλήνια πρεμιέρα στις 27ες Νύχτες Πρεμιέρας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο κόσμος που γεννήθηκε από τις στάχτες του 2ου ΠΠ έπνεε τα λοίσθια. Λίγοι μπορεί να γνώριζαν πώς και πότε θα συντελούνταν οι αλλαγές, όμως το οικοδόμημα των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας παρουσίαζε ήδη εμφανείς ρωγμές. Από το 1981 μέχρι το 1983, στην Πολωνία του Στρατηγού Γιαρουζέλσκι, μιας αντιφατικής, συναρπαστικής προσωπικότητας που αξίζει να διαβάσει κανείς γι’ αυτήν, επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος κυρίως για να περιοριστεί η δράση του Κινήματος «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα, που μέσω απεργιών και κινητοποιήσεων έβρισκε αντιστασιακό λαϊκό έρμα. Η ιστορία της δολοφονίας του 19χρονου Γκρέγκορζ Πρζέμικ έλαβε χώρα λίγο πριν την επίσημη λήξη του στρατιωτικού νόμου τον Ιούλιο του 1983. Ήταν μια από τις αρκετές ανάλογες πράξεις του καθεστώτος.

Η ταινία του Ματουζίνσκι έχει στα χέρια της μια ιστορία προορισμένη για σινεμά. Μια ιστορία αστυνομικής θηριωδίας, «αναίτιας» μάλιστα, αν η θηριωδία μπορεί ποτέ να επικαλεστεί αίτια, μια πολιτική ιστορία αντιπαράθεσης ενός αντιστασιακού κινήματος με ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, μια ιστορία ανθρώπων στα δίχτυα αγώνων με τιμή και τίμημα, ένα διαδικασιακό θρίλερ κρατικής πλεκτάνης συγκάλυψης, γιατί όχι και μια ιστορία «μεγάλης εικόνας» για την Ευρώπη της σύγκρουσης των κόσμων. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι επιλέγει να τα κάνει όλα - «γλιτώνει» μόνο το τελευταίο.

Μια καλή ταινία, που σου αφήνει όμως μια στυφή επίγευση όχι μόνο λόγω οδυνηρού θέματος, αλλά και για το πόσα παραπάνω θα επετύγχανε αν περιόριζε τις προθέσεις της ή, έστω, έσφιγγε μια συναισθηματικότερη γροθιά στο στομάχι

Όταν ο καμβάς μεγαλώνει τόσο, μύρια έπονται. Και για να μην είναι δεινά τα μύρια, χρειάζεται πολύ ταλέντο, πολλή μελέτη, διαλεκτικότητα (να κατοπτρίζονται όλες οι πλευρές δηλαδή) και ερμηνευτικό δημιουργικό κύρος. Και μεγάλη διάρκεια. Παρόντα εδώ είναι σίγουρα η τελευταία – στα 160 λεπτά – και αρκετό κινηματογραφικό ταλέντο ώστε να είναι όλα τους ενδιαφέροντα. Δεν υπάρχει όμως διαλεκτικότητα, ούτε ιδιαίτερο ερμηνευτικό βάρος. Θα πει κανείς, διαλεκτικότητα στην πλευρά της Πολιτοφυλακής και της κόκκινης χούντας του Γιαρουζέλσκι; Κι όμως. Αν δεν προσεγγιστεί ο κακός μιας ιστορίας, αδυνατίζει ο καλός της. Όχι για να δώσεις δίκαιο, αλλά για να δικαιολογήσεις τα κίνητρα και να τονίσεις έναν ηρωισμό.

Ο Ματουζίνσκι έχει μεν την άνεση ενός πολυπρόσωπου δράματος, σαν άλλος Κώστας Γαβράς όμως (έστω, χωρίς την δημαγωγική άνεση του τελευταίου) κινεί τους ήρωές του σαν μαριονέτες μιας πλοκής, παρά σαν όντα ενός δράματος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αίσθηση ότι παρακολουθείς ένα επεισόδιο που μικραίνει μια μεγάλη ιστορία, μια ταινία πολιτικού θέματος που δεν είναι βέρα πολιτική. (Ακόμα και η ιστορία του ηρωικού νεαρού που γίνεται μήλον της έριδος, αφού όντας ο μόνος μάρτυρας της δολοφονίας είναι μια κινητή «βόμβα» για την υπόθεση, υποβόσκει αντί να κυριεύει το δράμα.) Θα πει πάλι κανείς, δικαιολογημένα ίσως, είναι επ’ αμφιβόλω οι αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες; Δεν έχει αποφασίσει η Ιστορία; Ίσως ναι, πάντα αποφαίνεται η Ιστορία. Εντούτοις, σε πολιτικά ζητήματα δεν εξαϋλώνεις την ιδεολογία που στεριώνει τα αντίπαλα μέρη. Την παρουσιάζεις ώστε τουλάχιστον σε δραματουργικό επίπεδο να επιτυγχάνεται ισορροπία.

Το καλό της ταινίας, σε αντίθεση ας πούμε με ένα έργο του Γαβρά, είναι ότι η ανθρωποκεντρική σαφήνεια της ελευθερίας του ατόμου απέναντι σε ένα Κράτος που την καταργεί, δεν γίνεται ποτέ μελοδραματικός τυφώνας με σκοπό την απώλεια κάθε κριτικής σκέψης του θεατή λόγω συγκινησιακής φόρτισης. Υπό αυτή την έννοια η ταινία πάει να παίξει στο τερέν του «Εις το Όνομα του Πατρός» του Τζιμ Σέρινταν. Βέβαια, να είμαστε σαφείς, σε 29 χρόνια από τώρα, καλά να είμαστε, κανείς δεν θα αναλογίζεται στο κείμενό του τα «Ίχνη της Βίας» ως σημείο αναφοράς μιας τότε ταινίας. Άλλωστε η ταινία του 1993, εκτός από αριστούργημα, είναι πολύ απλούστερη στον πυρήνα της (σχεδόν πάντα καλό αυτό), μιλά για την θεμελιώδη αδικία της κατάχρησης εξουσίας και τελεία.

Εδώ, με μέριμνα για τα επί μέρους και μέθοδο στο μοντάζ και την γραφή των χαρακτήρων, πλάθεται ένα θρίλερ που πατά στο φρικτό γεγονός, σκιαγραφεί παράλληλα τις μηχανορραφίες του Τσέσλο Κίστσακ (προσωπικότητας διαμετρήματος και σκληρότατου Υπουργού Εσωτερικών του καθεστώτος και μετέπειτα τελευταίου κομμουνιστή πρωθυπουργού της χώρας στην δημοκρατική μετάβαση της χώρας – εδώ είναι απλά νοσηρά απολαυστική καρικατούρα) για την συγκάλυψη του εγκλήματος, μεθοδεύει τις διαπλοκές εκτελεστικής-δικαστικής-αστυνομικής αρχής και παρακολουθεί, κάπως άνευρα και κλινικά, τους συμπαθείς βέβαια χαρακτήρες «συνηθισμένων ανθρώπων σε ασυνήθιστες καταστάσεις». Η μόνη σκηνή που εγκαταλείπει την ψυχραιμία αυτή, είναι ουσιαστικά η σκηνή του δικαστηρίου (πλήρης, νοσηρού επίσης, χιούμορ λόγω της απίθανης εισαγγελέως του καθεστώτος), που κλείνει με έναν συνταρακτικά ανθρώπινο τρόπο.

Η φωτογραφία είναι εκπληκτική πιάνοντας στην εντέλεια το «χρώμα» της εποχής, η σκηνογραφία συνεργάζεται υποδειγματικά, βοηθούσης της ευκατάστατης παραγωγής, η σημασία στην λεπτομέρεια αποδεικνύει την εκ των έσω γνώση της εποχής - Grundig, επί παραδείγματι, για τους γνωρίζοντες. Μια καλή ταινία, που σου αφήνει όμως μια στυφή επίγευση όχι μόνο λόγω οδυνηρού θέματος, αλλά και για το πόσα παραπάνω θα επετύγχανε αν περιόριζε τις προθέσεις της ή, έστω, έσφιγγε μια συναισθηματικότερη γροθιά στο στομάχι. Μια ταινία που στην προσπάθειά της να δείξει πώς η εξουσία σβήνει τα ίχνη των εγκλημάτων της, μόλις καταφέρνει να κρατήσει ζωηρό το δικό της καλλιτεχνικό ίχνος.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Τα Ίχνη της Βίας
  • Τα Ίχνη της Βίας