Φαντάσματα από το Παρελθόν

Les Fantômes

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόναθαν Μιλέ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Τζόναθαν Μιλέ, Φλοράνς Ροσέ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Άνταμ Μπεσά, Τοφίκ Μπαρχόμ, Γιούλια Φραντζ Ρίχτερ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ολιβιέ Μπουνζίνγκ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Γιουκσέκ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Danaos Films
    Φαντάσματα από το Παρελθόν

Ένας Σύρος, μέλος ενός δικτύου που αναζητά εγκληματίες πολέμου, κυνηγά τον βασανιστή του στην Γαλλία. Αξιοσημείωτη, χωρίς εξάρσεις, παρουσία στην Εβδομάδα Κριτικής του περσινού φεστιβάλ των Καννών και πανελλήνια πρώτη στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είτε λόγω έλλειψης μέσων ή, περισσότερο, λόγω συνειδητής αισθητικής επιλογής, η φεστιβαλική γραφή, ιδίως εκείνη που αφιερώνει την ύπαρξή της στο προγραμματικό «ναι» μεγάλων και μικρότερων φεστιβάλ, εκτυπώνεται σε έναν αργό «ρεαλιστικό» ρυθμό, τοποθετεί την μηχανή στο ύψος του βλέμματος, κλείνει το κάδρο πάνω στα πρόσωπα, αποφεύγει «χολιγουντιανούς» εξπρεσιονισμούς στο φως, τις γωνίες λήψης αλλά και τις προγραμματικές σεκάνς. Το θετικό είναι ότι πρόκειται για γραφή που επαναφέρει βλέμμα και μυαλό σε ανθρώπινες ρυθμίσεις. Το αρνητικό είναι ότι στην συντριπτική του πλειοψηφία δεν βάζει φωτιά στην αισθητική αναζήτηση. Το 80% του ετήσιου φεστιβαλικού απολογισμού μοιάζει με τον εαυτό του ακριβώς όπως και τα -ευκολότερα χαρακτηριζόμενα- τρισάθλια CGI μπλοκμπάστερ του Χόλιγουντ. Βέβαια, δεν υπάρχει περαιτέρω σύγκριση. Όσο στραβές και αν είναι οι φεστιβαλικές παραγωγές, χάσιμο ψυχαγωγικού χρόνου δεν είναι –σχεδόν- ποτέ.

Στην περίπτωση του ντεμπούτου του Μιλέ στο μεγάλο μήκος, κινούμαστε στις παραπάνω προδιαγραφές. Παρότι ο εξαλγεβρισμός μιας κινηματογραφικής εμπειρίας δεν ενδείκνυται κατά βάση, ωστόσο εδώ πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται μια γραφική παράσταση στην οποία ο οριζόντιος άξονας είναι ο χρόνος και ο κάθετος τα συμβάντα μιας πλοκής. Και αν το αφηγηματικό δέον είναι μια τελική εικόνα στην οποία οι κορυφές και οι κοιλάδες της παράστασης κινούνται αποφασιστικά σε σχετική παραλληλία προς το πάνω δεξιά μέρος της παράστασης, εδώ μετά βίας παρατηρείς μια ασθμαίνουσα γραμμούλα λίγο πάνω από τον οριζόντιο άξονα που προχωρά ισόπεδα με ασήμαντες διακυμάνσεις. Με άλλα λόγια η ταινία είναι τόσο χαμηλότονη που καταλήγει υποτονική. Και η αίσθηση του γεγονότος, που περιβάλλει ειδικά μια (στα χαρτιά) συναρπαστική 10λεπτη σεκάνς διαλόγου σε ένα εστιατόριο, μοιάζει κινηματογραφική υπαισθησία.

Δεν λείπει η αρετή στην φιλοσοφία της κατασκευής της. Αρχικά σε πλαίσιο κινηματογραφικής αναφοράς περιλαμβάνοντας κυρίως ταινίες του αμερικανικού ’70 – «The Marathon Man», ας πούμε – ή έργα χιτσκοκικής παρακολούθησης («Vertigo» αλλά και «Dressed to Kill») ή και πιο άμεσα στο παράδειγμα ενός σπιλμπεργκικού «Μονάχου» που έχει και μια θεματική συγγένεια. Όλες οι συγκρίσεις αποβαίνουν σε βάρος της ταινίας του Μιλέ – πώς αλλιώς, κιόλας.

Εν συνεχεία, ωστόσο, η ταινία διεκδικεί την δάφνη της καθαρά θεματικά. Μέσα από το βλέμμα του πρωταγωνιστή εκτυλίσσεται όχι μόνο μια ιστορία βασανισμού, κατατρεγμού, προσφυγιάς, αλλά και μια ιστορία απώλειας της ταυτότητας, μιας ιδιότυπης ώσμωσης κατά την οποία ο διώκτης αρχίζει να χάνεται μέσα στον (εν αγνοία του) διωκόμενο, αφού παρατηρεί τα αιχμάλωτα στο παρελθόν που τον όριζαν ατομικά να «αναβιώνουν» στον πρώην βασανιστή του. Υπό αυτό το πρίσμα η σκηνή στο εστιατόριο, η οποία κατά τη γνώμη μου ίσως θα έπρεπε να έχει χρονικά άλλη θέση υστερότερα στην ιστορία (και με άλλο γράψιμο), αναδεικνύεται σαν ένας συμβολισμός μιας εθνικής τραγωδίας που έχει μόνο ηττημένους.

Ο Μιλέ έχει εκλάμψεις στην περιστασιακή κίνηση της μηχανής, έχει μια σπουδαία σκηνοθετική στιγμή στην οποία ο διώκτης…οσφραίνεται τον βασανιστή του, αποσπά καλές ερμηνείες, ιδίως από τον «επικίνδυνο» Τοφίκ Μπαρχόμ στον ρόλο του βασανιστή, και ξέρει να υπογραμμίσει αρμοστά με το αποξενωτικό, ανησυχητικό ηχοτοπίο του Γιουκσέκ. Αν είχε γίνει και ένας παραπάνω κόπος με την έννοια της αμφιβολίας (που πιθανά ήθελε όμως να την αποφύγει γιατί το καθαρό θρίλερ δεν είναι εύκολο πράγμα – και δεν παίρνει και προγραμματικά ναι από τα φεστιβάλ), ίσως μιλούσαμε για κάτι περισσότερο.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Φαντάσματα από το Παρελθόν
  • Φαντάσματα από το Παρελθόν