Οι Τρεις Σωματοφύλακες: Ντ' Αρτανιάν
Les trois mousquetaires: D'Artagnan

Η Γαλλία επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια σε μια απ’ ευθείας διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Δουμά. Χωρισμένο σε δύο μέρη και πάσχον από τις κλασικές ασθένειες του σύγχρονου σινεμά «μεγάλου κοινού», περισώζεται, μόλις, από την παρουσία μιας στέρεης διανομής και ειδικά του κλασάτου Βενσάν Κασέλ και της φτιαγμένης για τον ρόλο, Εύα Γκριν.
Ο Ντ’ Αρτανιάν και οι Τρεις Σωματοφύλακες έχουν γνωρίσει μια πλειάδα κινηματογραφικών διασκευών, από την εποχή του Βωβού κινηματογράφου ως σήμερα, εκτεινόμενο γεωγραφικά από τις ΗΠΑ και το Μεξικό, έως την αρμόδια Γαλλία και την πρώην Σοβιετική Ένωση. Τον Ντ’ Αρτανιάν έχει υποδυθεί ακόμα και ο νυν πρόεδρος της Ουκρανίας Βολόντιμιρ Ζελένσκι!
Η παρούσα παραγωγή είναι ένα μεγάλο στοίχημα κάμποσων συμπαραγωγών χωρών – και ειδικά της Γαλλίας που κρατά την μερίδα του λέοντος. Έχει ήδη δείξει τα δόντια της στις γαλλικές αίθουσες, ξεπερνώντας σε μια εβδομάδα το 1 εκατομμύριο θεατών, τεκμήριο πάντως περισσότερο της αιθουσιακής υγείας της Γαλλίας, παρά της κινηματογραφικής αξίας του έργου.
Ας μιλήσουμε λίγο επ’ αυτού. Παρότι η κλασική μερίδα χρηστών/εμπρηστών διαδικτύου θα κομπάσει το δίκιο του θεατή χλευάζοντας τις όποιες κριτικές επιφυλάξεις (πάντως, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστή στον υπογράφοντα η κριτική υποδοχή της ταινίας), δεν χρειάζεται παρά να δεις τα πρώτα 20 λεπτά για να καταλάβεις το περιβάλλον σινεμά στο οποίο αναπνέει το έργο: Σύμμιξη κλασικής παραγωγής κομπάρσων και κοστουμιών με σύγχρονο απαύγασμα CGI, ακούραστη επιδειξιομανία μονοπλάνων στο στιλ FPS παιχνιδιών και...anime κίνησης της μηχανής (πώς πέφτει το μπουνίδι στο 3ο «Creed»; Αυτό), πλήρης αφηγηματική ασυνταξία. Ενδιάμεσα, γνωστά πρόσωπα παλεύουν να κάνουν τον λιγοστό χρόνο των διασπασμένης προσοχής (...) πλάνων αξιομνημόνευτο. Κάποιοι (ο Κασέλ, η Γκριν, σκωπτικά ο Γκαρέλ στον ρόλο του Λουδοβίκου) κάπως το καταφέρνουν. Ειδικά ο Κασέλ (του οποίου ο μπαμπάς Ζαν-Πιερ ήταν στους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Λέστερ πριν από 50 χρόνια!) έχει μια αρχοντιά κι ένα πρόσωπο-χάρτη ιστοριών που ανυψώνουν τον Άθω σε μοναχικά ύψη.
Δεν φταίει μόνο αυτό. Στο κάτω-κάτω, θα έλεγε θεμιτά κάποιος, έτσι είναι το blockbuster σήμερα. (Δεν είναι μόνο έτσι, αντιτείνω.) Φταίει και η επιλογή του ύφους. Είτε κρατήσεις το ιστορικό/περιπετειώδες του μυθιστορήματος, ή αποταθείς στο ελαφρό και εξωστρεφές των καλύτερων μεταφορών, η επιλογή της και καλά σκοτεινής-ρεαλιστικής περιπέτειας με κάποια κρούσματα -και καλά- φινέτσας, προδίδει βαρύ χέρι και δύσπεπτη βρώση. Στην ταινία του Μαρτέν Μπουρμπουλόν (του οποίου το «Eifel» είδαμε πρόσφατα με ανάλογη δυσπεψία) συμβαίνουν πολλά, αλλά συμβαίνουν ασύνδετα, αβαρώς και, εν τέλει, ασήμαντα. Όλοι βιάζονται, οι σκηνές κατατεμαχίζονται με ντεκουπάζ που προδίδει τον αβέβαιο δημιουργό και την φοβία του attention span περιστεριού του σημερινού θεατή. Άραγε αυτό το κοινό θα το «πιάσει»; Ή απλά άλλη μια επιδερμικά θεαματική ταινία θα κεντρίσει ένα κοινό πρώτου τριημέρου;
Τι περισώζεται; Οι φάτσες, η δαιμονιώδης Εύα Γκριν σε μπερτονική φόρμα πολύγλωσσης άνεσης, ο Κασέλ είπαμε, η καθαυτή ιστορία του Δουμά που με κάποιον τρόπο επιβιώνει.
Αλλά τότε φανερώνεται η μάστιγα της τηλεοπτικότητας και του «1ου Μέρους». Κι αν κοτζάμ «Dune» (για αυτόν τον θεατή) δεν σώζεται, τότε πώς να σωθεί ο «ανυπόγραφος» Ντ’ Αρτανιάν; Στα χαρτιά κάποιων από εμάς το ότι μια ταινία επαγγέλεται την ημιτέλειά της και αφήνει cliffhanger για το επόμενο επεισόδιο (τα Χριστούγεννα του ’23) δεν το χωράει το μυαλό. Η ταινία έχει και δεν έχει villain (ο Ρισελιέ είναι περίπου άφαντος – ότι κάνει ο Λαίδη), κάπου μετά τη μέση προκύπτει η ενοποιός αφήγηση του περιδεραίου της Βασίλισσας και ως τότε συμβαίνουν διάφορα ακλιμάκωτα και κεραυνόπληκτα κυρίως περιστρεφόμενα γύρω από το πως κινηματογραφείται μια δραματουργικά ακέρδιστη γενικολογία.
Να επαναλάβουμε – και ισχύει ακόμα και για τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» (τον καλό) που επισημοποίησε αυτή την υπόθεση: Οι αφηγηματικές ταινίες πρέπει να έχουν αρχή, μέση και τέλος. Δεν εννοείται τέλος-πρόσχημα που σε παραπέμπει σε επόμενο επεισόδιο. Κι αυτή, σε αισθητικό επίπεδο, μπορεί να είναι και η πιο μεγάλη ήττα του σινεμά από την τηλεοπτική/μυθιστορηματική λογική, η πιο χτυπητή επικράτηση της ασάφειας και της αδυναμίας δραματικού κλεισίματος ενός έργου προκειμένου να συντηρηθεί το πολυπόθητο ενδιαφέρον του θεατή. Ενδιαφέρον που δεν είναι και πολλά παραπάνω από μια ανταλλάξιμη περιέργεια. Και με αυτήν, σοβαρό blockbuster - και γενικά σοβαρό έργο - δεν υπήρξε ποτέ.