Φως στο Σκοτάδι
Light of my Life

Ο Κέισι Άφλεκ γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε ένα δράμα επιβίωσης γεμάτο ευαισθησία, υποδήλωση και συναρπαστικές νύξεις. Οι υπομονετικοί θεατές θα ανταμειφθούν.
Γη, αδιευκρίνιστος, μελλοντικός χρόνος. Μετά από μια επιδημία, οι γυναίκες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Ένας πατέρας προστατεύει την ανοσιακή 11χρονη κόρη του, παρουσιάζοντάς την ως γιο του. Η ανάμνηση ενός νοσταλγικού οικογενειακού παρελθόντος καθώς και το πιεστικό, ζοφερό παρόν που διαρκώς κυοφορεί τον κίνδυνο της αποκάλυψης συμπλέκονται σε μια ιστορία επιβίωσης που παραπέμπει άμεσα στον «Δρόμο» του Κόρμακ ΜακΚάρθι και της, κατώτερης του παρόντος, κινηματογραφικής εκδοχής του Τζον Χίλκοουτ.
Η πρώτη σκηνή της ταινίας του Κέισι Άφλεκ είναι καθοριστική για την σχέση σου μαζί της. Είναι μια σκηνή διαλογική, μακράς διάρκειας και σπαρτιάτικου ντεκουπάζ που θα δοκιμάσει τον ανυπόμονο θεατή. Ωστόσο μέσα της ενυπάρχει όλη η δραματουργική και τονική βάση του έργου. Μαθαίνεις τους χαρακτήρες, το είδος της σχέσης τους, την αλληλεπίδρασή τους. Διαπιστώνεις το ιδιότυπο, έντεχνα αδέξιο και πάντα υποδηλωτικό χιούμορ του Άφλεκ. Διαισθάνεσαι την μελαγχολική υφή. Και τέλος, με μια διεισδυτική ατάκα, καταλαβαίνεις περί τίνος βαθύτερου ζητήματος θα θελήσει το έργο να κουβεντιάσει μαζί σου.
...μία ίσως όχι μείζονα μα γενναιόκαρδη καλλιτεχνική πράξη που στον υπομονετικότερο θεατή θα αποκαλυφθεί σε όλη της την ένθερμη ζέση περί των πραγματικά σημαντικών
«Ξεκίνησες να μου λες μια ιστορία για την Γουέντι, αλλά τελικά μου είπες μια ιστορία για τον Αρτ», θα πει η Ραγκ στον μπαμπά της. Ο Κέισι Άφλεκ, αποφασισμένος, θέλει να κάνει ένα έργο όχι απλά πάνω στη σημασία της αφήγησης και της ιστορίας μα και πάνω στο φυλετικό της βλέμμα. Πιο ειδικά, ιστορίες που αφηγούνται οι άντρες για λογαριασμό των γυναικών, ίσως και με όλη την καλή προαίρεση, καταλήγοντας να μένουν τόσο δέσμιοι της ανδρικής τους ματιάς ώστε να είναι (πλέον, στην κατακλυσμικά κριτική της πατριαρχίας εποχή μας) ολότελα ακατάλληλοι να το κάνουν. Οι γυναίκες «εκπαιδευμένες» και σταδιακά όλο και περισσότερο αποδεσμευόμενες, εκτοπίζουν την αρσενική αφήγηση και συνθέτουν το οικοδόμημα της θηλυκής.
Στην πράξη του έργου, με δεδομένο βέβαια πως ο Άφλεκ κουβαλά το μεγαλύτερο μέρος του διαλόγου και της δράσης, αυτό δημιουργεί μια αμηχανία που συνοδεύει κιόλας μια έμφυτη στο έργο απολογητική αίσθηση, μια τάση του δημιουργού να αιτηθεί συγχωρέσεως για το αφηγηματικό βλέμμα που δεν μπορεί να αποτινάξει. Την πρακτική αυτή αδυναμία ο Άφλεκ την αντιπαρέρχεται σχεδόν βιρτουόζικα μέσα από σεναριακή ισορροπία (οι μνήμες της συζύγου, ο χαρακτήρας της κόρης και οι απόψεις για το εκλιπόν είδος), λεπτοδουλειά στην ερμηνευτική σχέση με την Άννα Πνιόουσκι και το ιδιωματικό του χιούμορ.
Το παιχνίδι με τα είδη (ο μετα-αποκαλυπτικός τρόμος, το δράμα επιβίωσης, η οικογενειακή ιστορία, η κομεντί και η indie ευαισθησία), τα χειμωνιάτικα ταμπλώ της πυκνοδασωμένης Βρετανικής Κολούμπια, ο αργός ρυθμός, η αφοπλιστική σοφία του χαρακτήρα της μικρής και η δυνατή, στην δράση και την έλλειψη μαζί, τρίτη πράξη, συνθέτουν μία ίσως όχι μείζονα μα γενναιόκαρδη καλλιτεχνική πράξη. Που στον υπομονετικότερο θεατή θα αποκαλυφθεί σε όλη της την ένθερμη ζέση περί των πραγματικά σημαντικών. Και δεν θα έχει «διαλέξει» ούτε την Γουέντι, ούτε τον Αρτ. Αλλά όλους μας.