Λο
Lo
O Θανάσης Βασιλείου, άνθρωπος -και καθηγητής- του Κινηματογράφου, επιστρέφει στην Αθήνα από την Γαλλία για να αδειάσει το σπίτι των παιδικών του χρόνων και σπίτι της μητέρας του, μετά τον θάνατό της. Μια de facto βαθύτατα προσωπική αυτοκαταγραφή, δυνητικά μεγάλης συναισθηματικής έντασης, που σκιαγραφεί ταυτόχρονα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον προφίλ του ατομικού μέσα από τις συνεχείς επιδράσεις του παρελθόντος, της ιστορίας, τελικά του συλλογικού που μας περιβάλλει.
Βρίσκω ανήθικο να βαθμολογώ την αυτοπροσωπογραφία ενός ανθρώπου, έστω κι ενόσω γίνομαι θεατής-μάρτυρας της σκόπιμης δημοσιοποίησής της μέσω μιας ταινίας. Αφού πρέπει να το κάνω, πρέπει και να πω, όχι λιγότερο δημοσιεύοντας ιδιωτικές μου νεύσεις, ότι θα μπορούσα να βάλω και περισσότερα αστεράκια, αν το αξιολογήσιμο μιας προσωπικής ιστορίας είναι ο βαθμός επίτευξής της, δηλαδή το κατόρθωμά της να σε μετα-θέσει στην σκοπιά του αυτοπροσωπογραφούμενου. Είναι σαφές ότι βοηθά η θέση ενός γιου με την ειδική σχέση με την μητέρα του, είναι σαφέστερο ότι ένας τέτοιος χαμός αναδεύει σεισμικά θεατές έτοιμους να αναμετρηθούν με τέτοιου είδους αναμνήσεις (ή προοπτικές). Τα αστεράκια θα μείνουν στο άνωθεν καταγεγραμμένο, καθώς η ιστορία του ντοκιμαντέρ του είδους επιβάλλει ένα δικό της μέτρο, ωστόσο γεγονός παραμένει ότι ο κ. Βασιλείου παρέδωσε μια θαυμαστά ολοκληρωμένη προσπάθεια.
Πώς η πραγματικότητα σε μια τυπωμένη πολαρόιντ γίνεται λιγότερο πραγματική μα και πιο αιχμηρά αληθινή;
Μια περιγραφή της, αντί μια απρεπής κριτικής της, οφείλεται. Ο 50άρης γιος επιστρέφει από την Γαλλία. Είναι η θετή του πατρίδα, και ως τέτοια θα δώσει εφαλτήριο σε ένα πρώτο δίπολο (φεύγω/επιστρέφω – η σύντροφος το απαντά με συναισθηματική ευστοχία, όμως το δίπολο επιμένει) αρκετό να χορδίσει αναμνήσεις καίριες, «αρχές βασικές» όπως θα έλεγε κι ένας προσφάτως μεγάλος εκλιπών. Τι θα πει «αδειάζω το σπίτι της μητέρας μου», το μητρικό μου σπίτι των παιδικών χρόνων; Πώς επιχειρείς να ξεφορτωθείς εκείνα που προστακτικά έρχονται στην απόλυτη προτεραιότητα και μόνο με το άγγιγμα/θρόισμα χαρτιών, χώρων, φωτογραφιών, αντικειμένων; Πώς επιτίθενται με ολότελα απρόσμενη πια μορφή «οι επιφάνειες», πώς οι χώροι που κάποτε φιλοξένησαν ρέουσα κοινή ζωή η οποία σήμερα, όχι χωρίς βαθύ πόνο, μεταμορφώνεται σε απολύτως ιδιωτικό στιγμιότυπο; Πώς η πραγματικότητα σε μια τυπωμένη πολαρόιντ γίνεται λιγότερο πραγματική μα και πιο αιχμηρά αληθινή;
Ο κ. Βασιλείου έχει φαντάσματα στο χρονοντούλαπο της οικογένειας, έχει κρυμμένα μυστικά, που ίσως δεν είναι ντοκουμέντα (για να θυμηθώ άλλον εκλιπόντα) αλλά είναι από τη μια επώδυνα κι από την άλλη έναυσμα για μια μετάβαση (ατόμου και καλλιτεχνικής δημιουργίας) στο συλλογικό ιστορικό. Μέσα από αυτό ο σκηνοθέτης γυρίζει το ρολόι σε χρόνια ένστολης τρομοκρατίας, εθνικοφανών κρατικοδίαιτων πανηγυρισμών, χρόνια «Μπουμπουλίνας 18» και παράδοξων (αν όχι εφιαλτικών) συνεντεύξεων πολιτών περί των πεποιθήσεών τους. Χρόνια εγχώριας δικτατορίας που (ας διαφωνήσω με μια μονταζική υπόμνηση του σκηνοθέτη) ουδεμία σχέση έχουν με τους καιρούς που ζούμε, υπήρξαν όμως καιροί των γονιών μιας γενιάς που σήμερα ξαναγυρνά εκεί, έστω και με αφορμή την προσωπική απώλεια. Καιροί που γεννούν πλήθος αποριών και, αν σταθούμε άφοβοι, πλήθος σκληρών συμπερασμάτων.
Εδώ κι εκεί ο σκηνοθέτης αφήνει (ή του προκύπτουν και τα κρατάει στο μοντάζ) μοτίβα που εξυπηρετούν θαυματουργά την αφήγηση.
Και η εξέλιξη αυτή, μέσα από την συνεσταλμένα σοφή ροή του κ. Βασιλείου, εντοπίζει ξανά το ατομικό μέσα στον ιστορικό ρου και διερωτάται για τις αποστάσεις: Του ρόλου από την ταυτότητα, της φήμης από το γεγονός, των λόγων ενός διαζυγίου που έμοιαζε από καιρό ερχόμενο, του πατέρα-πολίτη από τον πατέρα-γονιό, της μητέρας από την γυναίκα. Στην άκρη όλων, σ’ αυτό το χείλος που ανήκει τελικά μοναχά σε έναν, αυτόν που στέκει στο γείσο μιας αβύσσου, μια συναισθηματική διελκυστίνδα: Που παλεύει να αντέξει την πραγματική απώλεια, το συμβολικό ξερίζωμα, την σκληρή διαδικασία νοηματοδότησης, το ξεδιάλεγμα της αλήθειας από το γεγονότα, την αποδοχή της ασάφειας, το πάντρεμα του πώς τα έφερε η ζωή, λες και υπήρξαμε απόντες, και πώς θα θέλαμε να είναι. Αδύνατες κάποιες παντρειές.
Εδώ κι εκεί ο σκηνοθέτης αφήνει (ή του προκύπτουν και τα κρατάει στο μοντάζ) μοτίβα που εξυπηρετούν θαυματουργά την αφήγηση. Μια κλούβα μπρος στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, δυο περιστέρια που απαντούν στο διακοσμητικό που όλο μετακινείται (ή το νεκρό λίγο πρωτύτερα) και αφήνουν μια νότα αισιοδοξίας, μια όψη του αυτοπροσωπογραφούμενου που άλλοτε ξεχνά το χέρι του στο κάδρο κι άλλοτε οπισθοχωρεί ανακουφιστικά στο σκοτάδι. Αυτό το τελευταίο είναι, για αυτόν τον θεατή, το ωραιότερο δείγμα της σεμνότητας του καλλιτέχνη. Είναι στιγμές που εντελώς ενσυνείδητα σηματοδοτούν την επίγνωση της αδυναμίας να μην επηρεάσεις τα τεκταινόμενα, της πρόθεσης να μην περιαυτολογήσεις κοινά και της ανάγκης να τοποθετηθείς μέσα σε αυτά έστω, κάποτε, και απλά φεύγοντας από την εικόνα. Και μόνο για αυτή την ηθική, κατ’ εμέ, στάση οφείλω στον κ. Βασιλείου την μικρή δική μου αναγνώριση. Και κάτι ακόμα: Όταν αισθάνεται ότι τα μνημεία του παρελθόντος, συλλογικά και προσωπικά, ζητούν «ετεροχρονισμένα κάτι από εμένα που αδυνατώ να κατανοήσω», ίσως και λόγω σεμνότητας δεν θέλει να παραδεχθεί ότι με το «Λο», αντίθετα με την ηπειρώτικη έννοιά του, τα κατέθεσε.







