Χαμένες Ψευδαισθήσεις

Illusion perdues

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία, Βέλγιο
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Τζιανολί
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ζακ Φισί, Ξαβιέ Τζιανολί, Ιβ Σταυρίδης
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μπεντζαμίν Βουαζέν, Σεσίλ ντε Φρανς, Βενσάν Λακόστ, Ξαβιέ Ντολάν, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ζαν Μπαλιμπάρ, Σαλόμ Ντεβάλς
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κριστόφ Μποκάρν
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 149'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Film
    Χαμένες Ψευδαισθήσεις

Ένας επαρχιώτης με συγγραφικές βλέψεις καταφθάνει στο Παρίσι την περίοδο της Παλινόρθωσης των αρχών του 19ου αιώνα, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι η πρωτεύουσα δεν είναι ο κόσμος όπως τον φανταζόταν. Απολαυστική, «παραδοσιακή» ταινία εποχής, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η ακαδημαϊκότητα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, βασικά από την κριτική. Κατ’ αυτήν έχει φτάσει να σκεπάζει οτιδήποτε από την επιδερμικότητα έως την συμβατικότητα κι από την παραδοσιακότητα ως τον αποδραστισμό. Δεν είναι βέβαια έτσι τα πράγματα, το ακαδημαϊκό δεν είναι μόνο συντηρητικό μπορεί να είναι και θετική έννοια, εφ’ όσον περιλαμβάνει την επιμέλεια, τη μελέτη, την ιστορική αίσθηση, την συγκριτική σκέψη. Και τα τέσσερα είναι παρόντα στην περίπου υποδειγματική δουλειά του Ξαβιέ Τζιανολί, η οποία με μπούσουλα τον χρονικογράφο της εποχής Μπαλζάκ, σχηματίζει μια κλασική ιστορία ανόδου και πτώσης.

Σκηνικά, κοστούμια και φωτογραφία παραπέμπουν συλλήβδην σε εποχές ευμάρειας του ευρωπαϊκού σινεμά

Οι «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», ένα βιβλίο που ανήκει στο ογκώδες ευρύτερο έργο της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» του συγγραφέα, θα θυμίσει σε πολλούς το «The Luck of Barry Lyndon» του Γουίλιαμ Θάκερεϊ, που εκδόθηκε λίγο μετά τις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» και πιθανά επηρεάστηκε από αυτές, όπως και από όλο το έργο του Μπαλζάκ. Το ίδιο θα συμβεί και με τις κινηματογραφικές τους μεταφορές, δηλαδή το παρόν και το «Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Σχηματικά οι ιστορίες είναι εντελώς παρόμοιες, αφού περιγράφουν την διαφθορά και την πτώση ενός επαρχιώτη νάρκισσου, που μπλέκει με την αριστοκρατία φιλοδοξώντας να γίνει μέρος της και καταλήγει παρίας από τις μηχανορραφίες της, αλλά ομοιάζουν και στο αφηγηματικό τους πρόσωπο καθώς και οι δύο επιλέγουν την χρήση της ειρωνικής, «παντογνώστριας» off αφήγησης (ο Κιούμπρικ είχε αλλάξει το βιβλίο σε αυτό), ούτως ώστε να διατηρείται διαρκώς ένα απολύτως ωφέλιμο σαρκαστικό, αποστασιοποιημένο περίβλημα.

Οι ομοιότητες των δύο ταινιών μπορεί να σταματούν ως προς την συνολική καλλιτεχνική δήλωση, φυσικό αυτό λόγω της τερατώδους πλαστικότητας και μορφικής τελειότητας του «Μπάρι Λίντον», όμως και η γαλλική ταινία μπορεί να περηφανεύεται την πιο μετριοπαθή ολοκλήρωσή της. Ο Τζιανολί δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις τέμνουσες με το σήμερα, φτιάχνοντας ένα σύνολο που φωτογραφίζει απολαυστικά την λογοτεχνική εκπόρνευση της δημοσιογραφίας, όπως θα την έβλεπε ο Μπαλζάκ (που ποτέ δεν συμπάθησε την 4η Εξουσία) και εξαπολύει βέλη κατά της τεχνοκριτικής, των…fake news αλλά και των σκύλων της προβοκάτσιας, κατά κόσμον τρολς (o χαρακτήρας του Σινγκαλί). Στους ιδεαλιστές, πάντως, ίσως δεν καλοφανεί η ανερμάτιστη όψη της χρηματιζόμενης δημοσιογραφίας.

...ένα απολαυστικό ντεκουπάζ βλεμμάτων και χειρονομιών, προσωπείων και φρούδων ελπίδων

Η ταινία όμως, ακόμα περισσότερο, πρυτανεύει παρατηρώντας -και σαρκάζοντας- την αλαζονεία του (φτωχο)πνεύματος, την ιλαρή πεποίθηση της φιλοδοξίας ότι η αξία αναγνωρίζεται, την αφελή σκέψη, του τότε και του σήμερα, ότι οι ανώτερες τάξεις αναμιγνύονται «με τους πτωχούς», όπως θα έλεγε και ο Δημήτρης Ψαθάς. Εκεί, προειδοποιημένα για τον θεατή λόγω της off αφήγησης, καραδοκεί η συντριβή, η μεγάλη φάπα της ταξικής άγνοιας και, όπως γράφει ο Μπαλζάκ, η παύση της ελπίδας και η εκκίνηση της ζωής. Αντιδραστικό; Ίσως. Όμως αυτή είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση.

Στην περιγραφή των τάξεων της Παλινόρθωσης, της περιόδου δηλαδή που η Μοναρχία στη Γαλλία κατέστειλε σταδιακά ότι έφερε η επανάσταση του 1789, το έργο είναι ένα απολαυστικό ντεκουπάζ βλεμμάτων και χειρονομιών, προσωπείων και φρούδων ελπίδων, που σχεδόν σαδιστικά εξυφαίνεται σε βάρος του Λισιέν, ενός κλασικού μπαλζακικού «Ραστινιάκ» που αποτυγχάνει όμως παταγωδώς. Για τον ρόλο χρειάζεται ένα ειδικό κράμα παιδιάστικης ωραιοπάθειας, που ο ανερχόμενος Μπεντζαμίν Βουαζέν βγάζει εξαιρετικά, θυμίζοντας στους λάτρεις της μεγάλης εποχής του γαλλικού σινεμά (της «ακαδημαϊκής» για τη νουβέλ βαγκ περιόδου πριν από αυτήν) τον πρόωρα χαμένο Ζεράρ Φιλίπ. Δίπλα του η Σεσίλ ντε Φρανς, σάρκινα αμφίσημη, δύο εξαιρετικοί Ξαβιέ Ντολάν και Βενσάν Λακόστ, ενώ υψηλό κύρος χαρίζει, όπως πάντα, ένας καλοδεχούμενος Ζεράρ Ντεπαρτιέ με ειδικά μια σκηνή ενδεικτική εκτοπίσματος.

Σκηνικά, κοστούμια και φωτογραφία παραπέμπουν συλλήβδην σε εποχές ευμάρειας του ευρωπαϊκού σινεμά, το ίδιο και η μεγάλη, αλλά δικαιολογημένη διάρκεια, που θα βυθίσει (διόλου αποδραστικά) το κοινό της ταινίας σε μια εποχή ενοχλητικά αναγνωρίσιμη, στις αξίες, τον αμοραλισμό, την ταξική διάταξη και την αδυναμία του (αυτοθαυμαζόμενου για τις δυνάμεις του) ατόμου. Καθόλου τυχαίες τιμές της συνολικής αρτιότητας, οι 15 υποψηφιότητες Σεζάρ και τα 7 βραβεία μεταξύ των οποίων και αυτό της Καλύτερης Ταινίας, όπως καθόλου τυχαία και η ενδεχόμενη – χλιαρότερη - κριτική υποδοχή του έργου.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Χαμένες Ψευδαισθήσεις
  • Χαμένες Ψευδαισθήσεις