Με τα Μάτια της Νταλβά
Love According to Dalva

Βραβευμένο στις Κάννες του '22, το κοινωνικό δράμα της Εμανουέλ Νικό αντιστρέφει επιτυχημένα τον όρο «ταινία ενηλικίωσης».
Η «Νταλβά» ανοίγει κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής των αρχών στο σπίτι ομώνυμης 12χρονης πρωταγωνίστριας. Την ακούμε να εκλιπαρεί τους αστυνομικούς να μην πειράξουν τον πατέρα της. Το επόμενο πρωί βρίσκει τη Νταλβά σε ένα ίδρυμα ανηλίκων, με την υπέυθυνη να της αναφέρει πως η υπόθεσή της έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, έννοια που δεν κάθεται πολύ καλά στη μικρή, καθώς θεωρεί πως δεν έχουν κάνει κάποιο λάθος.
Το τι συνέβαινε μεταξύ τους δεν είναι ακριβώς κρυφό, αλλά το διαπιστώνουμε σε θραύσματα μέσα από τις συμβουλές, τα κουτσομπολιά των παιδιών και τις εξομολογήσεις της ηρωίδας στο νέο της περιβάλλον. Αυτό που το κάνει ακόμη πιο φανερό είναι η παρουσίασή της μέσα από τη σκηνοθετική ματιά, το επιδέξιο πλάσιμο του χαρακτήρα της. Η Νταλβά είναι ένα κορίτσι που φτιάχνεται και φέρεται σαν μια μικροσκοπική γυναίκα κοντά στα 40. Για την ακρίβεια όταν της δίνεται η ευκαιρία λέει δυνατά και καθαρά πως είναι γυναίκα κι όχι κορίτσι. Δεν έχει πάει ποτέ για ψώνια μόνη της, όλα της τα ρούχα της έχει πάρει ο πατέρας της που τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα. Έχει επίσης το θάρρος της αλήθειας της και της προσωπικής της ελευθερίας, μόνο που αμφότερα είναι σμιλεμένα απ' τον χειριστικό απαγωγό της.
Το να βάλεις στα θεμέλια του φιλμ ένα ζόρι που εμπίπτει στις παραφιλίες είναι ένας αν μη τι άλλο τολμηρός τρόπος για να μιλήσεις σχετικά με τέτοιες έννοιες, ειδικά στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί. Είναι επίσης μια πολύ καλή αφορμή για μια συζήτηση που ευτυχώς ή δυστυχώς η πρωτοεφανιζόμενη Εμανουέλ Νικό (Γαλλίδα, παρά την ιθαγένεια του φιλμ που είναι Βελγική) δεν θέλει να κάνει. Στα όσα μας αφορούν, η σκηνοθέτης έχει μεν την οξύνοια να ισχυροποιήσει χαρακτηριολογικά την πρωταγωνίστριά της, ενδεχομένως όμως εις βάρος της ίδιας της της διαλεκτικής. Εκκινεί την ταινία της αφήνοντας στο θεατή μια βόμβα στο στομάχι, αλλά ό,τι πραγματεύεται στο υπόλοιπο με την απρόσμενη μέντορα που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο μιας ορφανής Κονγκολέζας, τη σχέση με τους υπευθύνους του ιδρύματος, ακόμη και το ίδρυμα αυτό καθ' αυτό (το βασικό μέλημά της κατά την έρευνα για την ολοκλήρωση του σεναρίου) δεν είναι ικανό να πάρει το μυαλό του θεατή μακριά απ' το θεμελειώδες γεγονός που βαφτίσαμε ζόρι.
Έχουν φυσικά το δικό τους, καλλωπισμένο, τακτοποιημένο και όμορφα αρθρωμένο ενδιαφέρον, ακόμη κι αν περιορίζεται στη σκιά της εξαιρετικής εισαγωγής. Άπαξ και αποφασίζει να φέρει την ηρωίδα της αντιμέτωπη με την αλήθεια των άλλων, η Νικό ανεβαίνει με μικρά αλλά σταθερά βήματα το βουνό της συνειδητοποίησης και της «αποκτάστασης» της Νταλβά. Κάπως έτσι καταλήγουμε με μια κυριολεκτική αντιστροφή μιας ταινίας ενηλικίωσης. Μία γυναίκα πρέπει να μάθει πως θα γίνει κορίτσι. Ένα θύμα πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει το θύτη. Παρά τις έκδηλες αδυναμίες του, το φιλμ έχει το ρυθμό και το μέτρο παράλληλα με την ουσία και την ευαισθησία που θα υποστηρίξουν αυτή την θεσπέσια σκηνοθετικά συνθήκη.
Ευνοείται επίσης απ' την αμεσότητα της κινηματογράφησης, με ερασιτέχνες ηθοποιούς σε αληθινά περιβάλλοντα. Αν υπάρχει κάποιος παρακολουθεί τη βελγική παραγωγή των φεστιβάλ (αφενός τι να πω, μπράβο του αλλά να το κοιτάξει, αφετέρου) μπορεί να καταλάβει πια πως σύμπτωση επαναλαμβανόμενη, παύει να είναι σύμπτωση. Μπορούμε πλέον να μιλάμε με σιγουριά για ένα νέο κινηματογραφικό ρεύμα. Φορμαλιστικά, σχεδόν όλα τα ορισμικά του χαρακτηριστικά είναι παρόντα κι εδώ: νατουραλισμός, απλότητα, ντετάιγ και τηλεφακοί που εστιάζουν εμμονικά μόνο σε όποιον υπάρχει λόγος. Μικρά και μεγάλα στιγμιότυπα από βιογραφίες που είναι σα να τις είδες τελειωμένες και συζητούν θέματα ταμπού μέσα από τα μάτια των παιδιών. Στο λυκόφως του βελγικού ρεαλισμού της μοντέρνας τέχνης, αναδύεται το καλοχωνεμένο κινηματογραφικό του αντίστοιχο, κληρονομημένο απ' το πάλαι ποτέ ρηξικέλευθο σινεμά των Νταρντέν, σύγχρονο, ιδιότροπο κι ωραίο. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, το «Με τα Μάτια της Νταλβά» αποτελεί μια έξοχη προσθήκη σε ένα υπό διαμόρφωση ιδίωμα. Ακόμη κι εκτός αυτού όμως, παραμένει μια εξόχως ενδιαφέρουσα πρόταση για όσους αντέχουν τις φεστιβαλικές του καταβολές κι ανησυχίες.