Η Αγάπη που Απομένει
Ástin sem eftir er
Η ζωή μιας οικογένειας στην παραθαλάσσια Ισλανδία μέσα από τις εποχές, τον Χρόνο, το διαζύγιο, την Τέχνη, την ενηλικίωση, τον Σουρεαλισμό. Ο Χλίνουρ Πάλμασον αλλάζει ρότα και ηθογραφεί με έναν χαλαρωμένο, (ισλανδικά) οικείο τρόπο τους οικογενειακούς ρυθμούς μιας χώρας μακριά από το τυπικό δυτικό τέμπο. Για επίλεκτους, όχι απαραίτητα δυνατούς, λύτες.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος, στα κιτάπια του υπογράφοντος, να είναι κανείς εχθρικός με μια ταινία σαν και τούτη. Όχι μόνο ο Πάλμασον είναι ένας προσηνής δημιουργός, αλλά και η προσέγγιση καθαυτή είναι τόσο στο ύψος μας το ανθρώπινο, τόσο ένθερμα χαλαρή, τόσο ρεαλιστικά πηγαία και υπερρεαλιστικά οξύμορφη, που και γιατί να πνεύσεις μένεα;
Δεν έχει βέβαια χολοσκάσει για καμμιά πλοκή, κάπου στο ημίωρο αυτό που ψυχανεμίστηκες εξ αρχής είναι γεγονός – η ταινία θα είναι μια σειρά από βινιέτες (πάνω) στο πέρασμα του χρόνου. Και με το σινεμά βινιέτας είτε θα απολαμβάνεις κατασκευή και χρωματισμό της καθεμιάς, ή που θα ματαιοπονείς από-γοητευμένος αναζητώντας την κλωστή που τις ενώνει.
Ο ισλανδικός «νεορεαλισμός» του Πάλμασον, που έχει βάλει και τα παιδιά του να παίζουν, έχει κι ένα τέλειο ισλανδικό τσοπανόσκυλο (το οποίο πήρε και…Φοίνικα στις Κάννες) να φέρνει μια ανάσα στους dog people φιλοθεάμονες, δένεται γύρω από την καθημερινότητα και ασθενεί γύρω από την υφή των στιγμιοτύπων. Μερικά είναι μεν απολαυστικά (τα πιο πολλά σε σχέση με έναν κόκορα), άλλα είναι κάπως μισανθρωπικά παύλα μαυροχιουμοριστικά (με έναν γκαλερίστα), άλλα πάνε να παίξουν σε μια λυρική/φιλοσοφική βερσιόν ζεμεκικού «Here» γηπέδου με ένα σκιάχτρο-στόχο, άλλα απλώς παρακολουθούν εκδοχές nordic βουκο-οικογενειακότητας. Στα τελευταία άλλοι θα εκπλαγούν με την τόλμη, άλλοι θα πλήξουν με την ουδετερότητα της θέσης της μηχανής, άλλοι, είπαμε, θα ψάχνουν το νήμα που ενώνει. Προτάσεις πάνω στην αλλοτρίωση γίνονται, όμως η τακτή σουρεαλιστική συμβολιστική καπελώνει, κατά την γνώμη μου, τον γλυκό νεορεαλισμό.
Δεν ξέρω (ας το παραδεχθώ: δεν κατάλαβα) εάν υπάρχει άλλο νήμα πλην της χαρακτηρογραφίας. Η ζωή ως οντολογικό συμβάν στο οποίο καλείσαι περισσότερο να μάθεις, επιτρέποντας και στην αβίαστη ροή να σε χαλαρώσει -ως μητροπολιτικό ερείπιο ίσως και να ζηλέψεις ολίγον τι. Η –κάλλιστα- εννοούμενη διδακτικότητα της τέχνης που σε φέρνει κοντύτερα στην πολιτισμική εκδοχή (του όντος και πάλι), πάντα μέσα από μια σειρά φαινομένων ζωής, παιδιών και μεγάλων. Πιο απλά; Πως ζουν οι άνθρωποι εκεί στην παραθαλάσσια Ισλανδία, πώς συντίθεται ένας χαρακτήρας, ας πούμε, «εθνικός». Διαπιστώνει κανείς και μια σπονδή περί καλλιτεχνικής δημιουργίας – στα έργα της πρωταγωνίστριας – τα οποία, ωστόσο, μπορεί και να γεννούν μια συζήτηση περί του τι συνιστά Τέχνη. Για τον Πάλμασον είναι σαφές ότι η μετουσίωση της Φύσης πάνω στα υλικά είναι Τέχνη. Εγώ το βλέπω, μοναχά, ως ευγενή υλοποίηση καλλιτεχνικού ενστίκτου.
Ίσως εδώ είναι και η καρδιά του έργου. Μέσα από την ρεαλιστικής καλλιέπειας συνύφανση ανθρώπων και τοπίου, ο Πάλμασον υιοθετεί την υπομονετική παρατήρηση, ομολογουμένως με διασκεδαστικές τις σουρεαλιστικές στίξεις (ο κόκορας, ένα σπαθί κι ένα βέλος πρωτοστατούν) και συμπεραίνει στο καθαυτό πέρασμα της εμπειρίας (από) πάνω μας το νόημα του πράγματος. Αρκεί για μια ενδιαφέρουσα ταινία; Κατά τον τρόπο αυτό και στο πλαίσιο μιας σινεφιλικής άσκησης, για κάποιους ναι.







