Όνειρα Ιλουστρασιόν

Magazine Dreams

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ιλάιτζα Μπάινουμ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ιλάιτζα Μπάινουμ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τζόναθαν Μπέιτζορς, Χάρισον Πέιτζ, Χέιλι Μπένετ, Μάικλ Ο' Χερν
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Άνταμ Άρκαπο
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζέισον Χιλ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: TFG
    Όνειρα Ιλουστρασιόν

Ένας μαύρος με έντονα τραυματικό παρελθόν και ψυχολογικά προβλήματα προσπαθεί εμμονοληπτικά να γίνει κορυφαίος μπόντι-μπίλντερ. Πολυδιάστατο δράμα που τεντώνει παραδοσιακούς μυς της αμερικανικής κινηματογραφίας και θα μείνει για πάντα στα βιβλία λόγω μιας ιστορικής ερμηνείας του πρωταγωνιστή του, Τζόναθαν Μέιτζορς.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Δεν λείπουν στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά τα πορτρέτα πληγωμένων αρσενικών στην σχέση τους με το όνειρο της επιτυχίας και της διασημότητας. Ούτε οι ταινίες που μπολιάζουν το παραπάνω με μια προβληματική σχέση με τον περίγυρο, ή την κριτική σε ένα σύστημα (μονολεκτικά: ο καπιταλισμός) που γονιμοποιεί το έδαφος για άνθιση τέτοιων, ξανά συνήθως αρσενικών, ατόμων. Είναι όλες τους θεματικά ενδιαφέρουσες και συνήθως τολμηρές, απ’ τα κόκκαλα βγαλμένες δημιουργίες, πειστήρια εκτός των άλλων ότι το -μέχρι πρόσφατα πλήρως- πατριαρχικό αμερικανικό σινεμά είχε βρει και την σπάνια ωριμότητα της αυτοκριτικής του.

Το «Magazine Dreams» προκύπτει από την ίδια μίτρα ταινιών που το αμερικανικό σινεμά έκοβε αδιάλειπτα κατά την δεκαετία του ’40 και μέχρι και την θεωρούμενη κορυφή της δεκαετίας του ’70, οπότε και οι ανάλογες ταινίες άρχισαν ταυτόχρονα να παρακμάζουν, ίσως και γιατί παρα-είχαν συνείδηση του εαυτού τους κάτι που συχνά αποβαίνει σε βάρος της αυθεντικότητας. Η ταινία του Ιλάιτζα Μπάινουμ ανήκει άφοβα στις καλύτερες ταινίες του είδους, κρατώντας για τον εαυτό της έναν αισθητισμό σε απόλυτη θεματική εναρμόνιση, μια αποφυγή της meta αναδίπλωσης (που «κοσμεί» ας πούμε μια ταινία σαν το πρώτο «Joker») και μια διείσδυση σε ιστορία, χαρακτήρα και θέμα που δεν τρέμει ποτέ την δυσθυμία, την ενόχληση, την οδύνη και, ίσως, τον μηδενισμό, όλα τους στοιχεία που σκότωσαν το καλό αμερικανικό δράμα όταν το Χόλιγουντ καταλήφθηκε από αναλφάβητους παραγωγούς, «νεανικό κοινό» και multiplex. O λόγος που, εξαντλώντας μια αυστηρότητα, δεν βρίσκεται σε αστρολογικά ύψη προκατόχων άλλων ετών, είναι κατάδικός της και όχι προϊόν μιας συγκεκριμένης συγκριτικής λογικής: Η είσοδος στην τρίτη πράξη, χωρίς να αποδιοργανώνει το έργο, υπολείπεται σε δραματική σαφήνεια και συναισθηματική ένταση αυτού που έχει προηγηθεί, αυτού που η ταινία έχει ολόσωμα υποσχεθεί. Κι έτσι πάντως, αυτό οφείλει να πει κάτι για το περίπου άριστο, πολυσύνθετο, ανυποχώρητο δράμα που έχει παραδοθεί στα 2/3 της.

Η πραγματικότητα, επιπρόσθετα στην δική του παρανοϊκή πραγματικότητα, εξοντώνει λεπτό προς λεπτό τον Κίλιαν και τον μετατρέπει στον πιο θεαματικό ετοιμοθάνατο που είδαμε ίσως ποτέ στο σινεμά

Όπλο της, ανυπολόγιστης ισχύος, ο Τζόναθαν Μέιτζορς. Αν ο Μπράντο έχει το «Λιμάνι της Αγωνίας» του, αν ο Ντε Νίρο έχει το «Οργισμένο Είδωλό» του, αυτός έχει το «Magazine Dreams» του. Η χωρίς επιστροφή περιπέτεια στην οποία έχει βάλει τον εαυτό του, η πλήρης έκθεση, ο ορισμικός όγκος προσήλωσης στον χαρακτήρα, το βεληνεκές έκφρασης ανάμεσα στην μειλίχια ομιλία και το (τρομαγμένα) κτηνώδες γρύλισμα, το πώς συλλαμβάνει έναν άνθρωπο που όσο χτίζεται εξωτερικά τόσο λιώνει ψυχικά –κι ενίοτε εμείς θα δούμε ένα τικ, ένα τρέμουλο- είναι μόνο η μια πλευρά. Στην άλλη βρίσκεται ο φτασμένος ηθοποιός που έχει την ειδική φωτογένεια που μαγνητίζει το βλέμμα (ίδιον του σταρ) και σε κάνει συμμέτοχο. Οι σκηνές που το ανέλπιστα θετικό τού συμβαίνει κι αυτός μένει άναυδος σε κατάσταση εκφραστικής κατατονίας είναι τόσο συγκινητικές, όσο σπαρακτικές είναι εκείνες που το ίδιο ανέλπιστα θετικό αποβαίνει (και με ευθύνη του) σε πατατράκ. Σημείο αναφοράς από εδώ και στο εξής η ερμηνεία, και βέβαια μέγιστο κρίμα που δεν ζούμε πια στις εποχές που ο κριτικός λόγος διαθέτει το εκτόπισμα επιστέγασής της. Αντ’ αυτού, θα το καταφέρει κάποτε, κάπως, το «από στόμα σε στόμα» των αρχικά λιγοστών θεατών.

Η ταινία, παρά τις οφθαλμοφανείς αρετές της, σε επίπεδο κριτικής ίσως διχάσει. Και με αυτό εννοείται ένας σοβαρός διχασμός, όχι η επιφανειακή διάσταση απόψεων που θα γεννήσουν αυτοί που θα αρχίσουν το name dropping ταινιών αναφοράς εκτιμώντας την ίσως ως υβριδική. Ναι, ένα σκορσεζικό φάντασμα πλανάται, είναι αδύνατον να αποφευχθεί (και καλώς) αυτό, επιδερμικά κάποιοι θα θυμηθούν τον σεναριακά/αισθητικά αντιδιαμετρικό «Wrestler» του Αρονόφσκι, όμως η ταινία είναι πολλά και διαφορετικά από τον «Ταξιτζή» (που παραμένει απλησίαστος και πλήρης), το μόνο έμμεσα συγγενικό «Οργισμένο Είδωλο» (τολμώ να πω ότι ο Μέιτζορς έχει ένα ίνδαλμα και ίσως το ξεπερνά εδώ) και το (είπαμε, κλασικό εσχάτως) «Βασιλιάς για μια Νύχτα». Τεκμήριο παρακολούθησης, έστω και στην τρέχουσα ανορθογραφία, δεν συνεπάγεται αλόγιστη χρήση του από την Κριτική. Η ταινία ίσως διχάσει γιατί μοιάζει δυσανάλογα εξωστρεφής ενώ διαθέτει εσωστρεφή ήρωα – όπως και το «Οργισμένο Είδωλο», αλλά εκείνο δεν δίχασε ποτέ την κυρίαρχη κριτική για λόγους που δεν είναι της παρούσης. Περί των δύο αυτών προσώπων της, όμως, ας μας το αναλύσει η κριτική που θα το εκλάβει έτσι.

Η ταινία μεταμορφώνεται θε(α)ματικά λόγω της φυλής του ήρωά της. Η «μαύρη εμπειρία» αποτυπώνεται και πυκνώνει καθετί που του συμβαίνει: Από το ότι «ερωτεύεται/ινδαλματοποιεί» λευκούς, στο ότι αισθάνεται διαρκώς συμπλεγματικός. Από την άγρια επιθετικότητά του, επιθετικότητα όμως που ενδοστρέφεται φριχτά σε όλο το έργο (δεν μπορεί να βλάψει μύγα – να μια πλήρης αντίθεση από τον Τράβις και τον Λα Μότα), έως την βάρβαρη παθητικότητά του στην αποδοχή ενός ονείρου (καλύτερα: στον καταποντισμό από ένα όνειρο) που αδυνατεί να κριτικάρει. Η πραγματικότητα, επιπρόσθετα στην δική του παρανοϊκή πραγματικότητα, εξοντώνει λεπτό προς λεπτό τον Κίλιαν, μεγεθύνει το ελάχιστο σε νευραλγικό, χαρίζοντας στην ταινία κι ένα λοξοκοίταγμα προς το πολλαπλά συμβολικό (ένας πλαδαρός λευκός κριτής αποφασίζει μικρούς τους δελτοειδείς του… - από εδώ θα προκύψει αργότερα και μια αποκαλυπτική σκηνή) και τον μετατρέπει στον πιο θεαματικό ετοιμοθάνατο που είδαμε ίσως ποτέ στο σινεμά. Και η βιωμένη στο δέρμα του οικογενειακή και φυλετική τραυματική, μέσω μιας «γονιδιακά» εσωτερικευμένης βίας που του έχει ασκηθεί (ήδη από τον παππού του, που πολέμησε στον λευκό πόλεμο του Βιετνάμ) και του ασκείται διαρκώς (από άλλους και από τον εαυτό του), δεν είναι παρά οι μεταφορές που βρίσκει ο Μπάινουμ για να περιγράψει την «μαύρη εμπειρία», η οποία εκτός των άλλων αποτελεί και μια διαδικασία μεταμόρφωσης ενός καλού ανθρώπου σε θηρίο. Η ταινία θα λειτουργούσε και με λευκό πρωταγωνιστή, όμως στο πρόσωπο του Μέιτζορς μπορείς να δεις 500 χρόνια τραύματος, ήττας και επώδυνης, αγωνιώδους παραμόρφωσης – ειρωνικά μάλιστα στο physique ενός «ανίκητου» μυώδους γίγαντα.

Ο Μπάινουμ, αν και δεν αποκλείεται διόλου να κάνω λάθος που η επόμενη προβολή θα αποκαλύψει, έχασε μια απολύτως σπάνια ευκαιρία αντι-κλιμακώνοντας το δράμα του. Το φρακάρει εισάγοντας/διευκρινίζοντας πράγματα που είτε έπρεπε να έχει αποκαλύψει οπτικά νωρίτερα, ή έπρεπε ίσως να αφήσει ορατά δια της απουσίας τους. Όταν στην 3η πράξη, ή στο τέλος ενός κειμένου καλή ώρα, εισάγεις στοιχεία που σκοπό έχουν να επιτείνουν την δραματοποίηση, ελλοχεύει κίνδυνος να αποπροσανατολίσεις. Αν σε αυτό προστεθεί ένα μπαράζ εικόνων με vοice over –το οποίο ευκρινώς στηρίζεται στην κλιμάκωση της σκηνής με το όπλο στην επίδειξη του Μπραντ– και μια σταθερή αποφυγή οτιδήποτε θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει κανονικό «happy end», η δραματική επιλογή του φινάλε αφήνει ασφαλώς την επίγευση της πικρίας αλλά κατά κάποιον τρόπο εγκαταλείπει την ταινία και σε μια τονική τραμπάλα. Μια κάποια αισιοδοξία παρεισφρέει, τα πόδια της όμως είναι χάρτινα. Ίσως τελικά, τώρα που το σκέφτομαι, ο Μπάινουμ, που έφτιαξε τον πιο μυώδη εύθρυπτο ήρωα του σινεμά, να ήξερε και εδώ πολύ καλά τι καθρέφτιζε…

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Όνειρα Ιλουστρασιόν
  • Όνειρα Ιλουστρασιόν