Magic Mike: Ο Τελευταίος του Χορός
Magic Mike's Last Dance

Ρομαντζάδα μετά οφθαλμόλουτρου και ξεσηκωτικής τρίτης πράξης, στην πρώτη αμιγώς ψυχαγωγικού προσανατολισμού και mainstream καταβολών ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Μεγάλη έκπληξη περίμενε τους πρώτους θεατές του «Magic Mike». Προέκυψε, βλέπεις, από το πουθενά μια blue-collar, ταξικά ενσυνείδητη δημιουργία πίσω από ένα φιλμ που πακεταρίστηκε σαν τo υπέρτατo camp θέαμα της χρονιάς. Η ταινία που, όπως φαίνεται, θα κλείσει την τριλογία του πιο διάσημου στρίπερ της μεγάλης οθόνης, ξεκινά επισημαίνοντας την εργασιακή πραγματικότητα του Μάικ, αλλά και την ταξική διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και στην πάμπλουτη Μαξάντρα – η Χάγιεκ σε μια πιο ουσιώδη αξιοποίηση του κωμικού της χρονισμού. Όταν η τελευταία του ζητά έναν «τελευταίο χορό» έναντι παχυλής αμοιβής, ο Σόντερμπεργκ θα τεμαχίσει το κάδρο ανάμεσα στον λουσάτο σαλόνι και τα όσα ερεθιστικά συμβαίνουν εντός του και σε ένα βαθιά μελαγχολικό μπλε που απλώνεται έξω από το σπίτι, αφήνοντάς την αίσθηση ενός συντρέχοντος δράματος – και ταξικής φόρτισης, σκέφτεσαι, έτσι επηρεασμένος που είσαι από την πρώτη ταινία.
Κι όμως, η επιλογή του αυτή έχει αιτία, αλλά διάφορη από εκείνη που φανταζόσουν. Επισημαίνει τη μελαγχολία δύο χαρακτήρων που νιώθουν μόνοι και εγκλωβισμένοι και θα βρουν παρηγοριά στην αγκαλιά του άλλου, απλά δεν το ξέρουν ακόμη. Ναι, αυτή τη φορά ο Σόντερμπεργκ επιχειρεί μια αγνά mainstream και απενοχοποιημένα ψυχαγωγική ταινία, κάτι που είχε να κάνει από την εποχή του «Ocean’s 13» - πέρασαν δεκαπέντε χρόνια και κάτι ψιλά από τότε. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία σαν αυτές που μεσουρανούσαν στα ‘80s και τα ‘90s, με αντιστροφή φύλου, που ίσως να μην είναι το (μη ριζοσπαστικά) φεμινιστικό ευκταίο, αλλά με επίγνωση και επισήμανση της οικονομικής (άρα και «διαπραγματευτικής») ανισότητας ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, κάτι που εξέλειπε από εκείνες τις ταινίες.
Πολύ σοβαρά έχουμε πάρει την όλη υπόθεση, όμως. Το «Magic Mike’s Last Dance» στοχεύει, όπως γράψαμε, σε ανόθευτη απόδραση, και επιστρατεύει για να την επιτύχει τον θαυμασμό του φακού μπρος στο κάλλος και στον μαγνητισμό των πρωταγωνιστών, τις χαριτωμενιές, το ρομαντικό σασπένς, τις γαργαλιστικές πιρουέτες και μια μακροσκελή, μουσικοχορευτική τρίτη πράξη που αποτελεί μια ξεκάθαρη απόπειρα του πολυσχιδή σκηνοθέτη σε ένα είδος που δεν είχε αγγίξει μέχρι πρότινος, το μιούζικαλ. Κι αν ο Σόντερμπεργκ φαίνεται να επιλέγει τη γραμμή Φόσι, με ανάδειξη της χορογραφίας μέσω του μοντάζ, δεν ξεχνά και τις κινηματογραφικές καταβολές του πρωταγωνιστή του, Τσάνινγκ Τέιτουμ, χαρίζοντας του ένα νοτισμένο, καλογυαλισμένο νούμερο που φαντάζει παρμένο από το «Step Up».
Η κριτική του εξωτερικού, που είχε ενθουσιαστεί (υπερβολικά, αν μας ρωτάτε) με τις προηγούμενες ταινίες του franchise, δείχνει απογοητευμένη με το κλείσιμο της τριλογίας, περίμενε κάτι «παραπάνω» από τον ευθύ ψυχαγωγισμό και την ευρύτερη προσβασιμότητά του. Άδικη αντιμετώπιση για μια ταινία τόσο σαφούς στοχοθεσίας, αν μας ρωτάτε, αλλά μπορεί να το λέμε και λίγο προβοκατόρικα, ως φαν του «στουντιακού» Σόντερμπεργκ κι ως υποστηρικτές της άποψης πώς οτιδήποτε τον κρατά μακριά από Ι-phones, είναι καλοδεχούμενο. Για να μην παρεξηγηθούμε, ενδιαφέρουσες ήταν όσες γύρισε έτσι, απλά η έκδηλη ψηφιακότητα της κάμερας του i-phone έδινε μια αντικινηματογραφική όψη στο αποτέλεσμα και, με δεδομένο ότι ο πειραματισμός που εξυπηρετούσε, περιοριζόταν στο αυστηρά τεχνικό κομμάτι της κατασκευής, μείωνε και τον δραματικό αντίκτυπο του αποτελέσματος.