Σπιρτόκουτο
Matchbox

20 χρόνια μετά την πρεμιέρα του, το θρυλικό κινηματογραφικό ντεμπούτο του Γιάννη Οικονομίδη θα προβάλλεται αποκλειστικά στο Τριανόν από τις 8 Σεπτεμβρίου με την αυθεντική κόπια σε φιλμ 35mm. Εμείς αναδημοσιεύουμε την κριτική της ταινίας, όπως είχε γραφτεί στο Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ στο τεύχος 143 (Μάρτιος 2003).
Τα μυστικά, τα ψέματα και η ωμή αλήθεια μιας «τυπικής ελληνικής μικροαστικής οικογένειας» μπουρλοτιάζουν το διαμέρισμα της ένα κυριακάτικο πρωί με καύσωνα...
Το αποκρουστικό κοντινό πλάνο ενός ιδρωμένου μεσήλικα που βρίζει στο τηλέφωνο μας εισάγει στην ταινία. Ο φακός μοιάζει να έχει μπει αδιάκριτα από τα ανοιχτά παράθυρα μιας καλοκαιρινής Αθήνας που εκδικείται τους κατοίκους της πυρώνοντας το μπετόν και φιτιλιάζοντας τα νεύρα. Η ένταση της φωνής ανεβαίνει και το σφιχτό πλάνο στο στόμα που «κατεβάζει καντήλια διακόπτεται μόνο από το παράλληλο μοντάζ μιας γυναίκας που βηματίζει στην κουζίνα βουβά. Έντονα. Πίνει ένα ποτήρι νερό και σπάει το ποτήρι στο νεροχύτη. Δεν έχουν πέσει ακόμα οι τίτλοι αρχής και νιώθουμε ότι κρυφακούμε. Δεν έχουμε καταλάβει ακόμα τι βλέπουμε και αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι. Το εύφλεκτο «σπιρτόκουτο», άλλωστε, δε συμβολίζει μόνο το σπίτι στο οποίο ασφυκτιούν τα μέλη μίας οικογένειας. Μπορεί να είναι και η κινηματογραφική αίθουσα που παίρνει φωτιά...
Από τα πρώτα πλάνα, οι εμπρηστικές διαθέσεις του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Οικονομίδη είναι ξεκάθαρες: τίποτα δε θα χαϊδέψει τα αφτιά μας, δε θα ηρεμήσει το βλέμμα, δε θα αφεθεί σε καλογυαλισμένα κινηματογραφικά στερεότυπα. Ο φακός αποτυπώνει την επιδερμίδα αμακιγιάριστη, τη γλώσσα άξεστη, τις συνειδήσεις λανθάνουσες γι’ αυτό και εκτεθειμένες. Η ελληνική οικογένεια αποδομείται και δυστυχώς το κουφάρι που θα μείνει για το κινηματογραφικό μας χάζι είναι απρόσμενα οικείο. Μια πραγματικότητα που αναγνωρίζουμε, πρώτη φορά όμως βλέπουμε στο σινεμά.
Η ιστορία απλή. Ο φωνακλάς πάτερ-φαμίλιας έχει χτίσει την οικογένειά του πάνω στο μύθο του «άντρα του σπιτιού», δίπλα σε μια πικραμένη, ανικανοποίητη σύζυγο, ένα γιο-δελφίνο και μια αδιάφορη, τσαμπουκαλεμένη κόρη. Ολοι ουρλιάζουν, κανείς δεν ακούει και άπαντες μεγαλώνουν ή γερνούν με τους τοίχους του σπιρτόκουτου να στενεύουν επικίνδυνα. Τι τους ενώνει; Ενα όνομα στο κουδούνι της εξώπορτας, η κοινή περιουσία, η συνήθεια; Εκείνο το πρωί οι μάσκες θα πέσουν, μυστικά θα αποκαλυφθούν, ο άντρας του σπιτιού θα καταρρεύσει και μαζί του ό,τι πολυτιμότερο είχε ως σημείο αναφοράς και αυτοεκτίμησης: το σπίτι του.
Το τιμιότερο που κάνει ο Οικονομίδης είναι ότι θέτει εαυτόν σε σκηνοθετικό «σπιρτόκουτο», καθώς αναμετριέται με το στοίχημα μιας κινηματογραφικής σκηνοθεσίας «κεκλεισμένων των θυρών». Έντονα επηρεασμένος από Ευρωπαίους σκηνοθέτες, εμπιστεύεται ἐνα νεορεαλιστικό σινεμά-πρωτόλειο, ωμό, προκλητικό. Οι χαρακτήρες του «είναι», δε «συμπεριφέρονται», με σενάριο που βγαίνει από αναρχικούς αυτοσχεδιασμούς και αιματηρές πρόβες. Ακόμα κι αν σε κάποιους ηχεί υπερβολική, η ένταση είναι γνήσια, μας «καλωδιώνει με τις αναμετρήσεις επί της οθόνης, έτσι ώστε στη συναισθηματική ανατροπή της τελευταίας πράξης να μας βρει συγκινημένους.
Το αποτέλεσμα βιώνεται ως γροθιά στο στομάχι, αλλά και με την ανακούφιση ότι, αν ακόμα αισθάνεσαι,είσαι σε καλό δρόμο.