Με Αξιοπρέπεια
Dignity
Μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο για τον Δημήτρη Κατσιμίρη που μετράει σημαντικό, μικρού μήκους παρελθόν, με τις ταινίες του να έχουν διακριθεί σε πολυάριθμα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπως ακριβώς συνέβη και με τούτο εδώ το φιλμ το οποίο απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2022.
Μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό ο κ. Δημήτρης μετακομίζει στη πόλη προκειμένου να βρίσκεται υπό τη διαρκή φροντίδα της νύφης του και του γιου του. Τα 80 α του γενέθλια θα γίνουν αφορμή για μια οικογενειακή μάζωξη στο σπίτι, που όμως θα εξελιχθεί εντελώς αναπάντεχα, αφού θα πέσει στο τραπέζι η συζήτηση για τη μελλοντική φροντίδα του ηλικιωμένου πατέρα.
Το «Με Αξιοπρέπεια» είναι ένα «βαρύ» φιλμ δωματίου που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιο στην αρχή, «μεταμορφώνεται» όμως σταδιακά από τυπικό, κοινωνικό δράμα, σε ένα αγχωτικό και ολότελα συγκρουσιακό, κινηματογραφικό περιβάλλον που θέτει στο προσκήνιο όλες τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας, τη θέση της τρίτης ηλικίας στην κοινωνική πραγματικότητα του τόπου και τελικά την πρόταξη της αξιοπρέπειας ως την ύψιστη ανάγκη (και λύση) τόσο της ζωής, όσο και του θανάτου.
Ο Κατσιμίρης μοιάζει να «τραβάει» δημιουργικά από τον σύγχρονο, ρουμάνικο κινηματογράφο με μια σκηνοθεσία περιφερόμενη από πρόσωπο σε πρόσωπο και από πλάνο σε πλάνο, δίνοντας στην κάμερά του ρόλο πρωταγωνιστή, σαν να πρόκειται για τη μύγα πάνω στον τοίχο, με τη διαφορά πως εδώ η κάμερα-μύγα είναι ενεργή σε ένα βαθμό, συμμετέχει δηλαδή στη δράση δίχως να την αλλοιώνει ή να παρεμβαίνει, απλώς καταγράφοντάς την, αφήνοντας στην ευχέρεια των θεατών να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα αναφορικά με όλα όσα διαδραματίζονται.
Πέρα από ελάχιστες σκηνές, τρεις για την ακρίβεια, όλη η δράση λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα δωμάτιο, πρακτικά σε έναν ενιαίο χώρο, δίνοντας την αίσθηση ενός εγκλεισμού – κυριολεκτικού και μεταφορικού – λες και η εν λόγω οικογένεια οφείλει, πρώτα, να λύσει τα θέματά της και έπειτα να βγει από το σπίτι, διαφορετικά κανένα μέλος της δεν θα έχει την ικανότητα να περάσει ξανά το κατώφλι της εξόδου. Αυτή η σεναριακή ιδέα δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα προϋπόθεση αναφορικά με το γιατί αποφασίζουν, τελικά, όλοι να πάρουν μια απόφαση για τον κ. Δημήτρη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που εκείνος έχει αποσυρθεί στο δωμάτιό του για να ξεκουραστεί και άρα δεν έχει κανέναν λόγο ως προς όλα αυτά που συζητούνται.
Εξίσου ενδιαφέρουσες (και με τη δική τους βαρύνουσα σημασία) είναι και οι μοναδικές σκηνές που διαδραματίζονται αλλού, στο υποσυνείδητο σύμπαν ενός ανθρώπου που γαντζώνεται στην αξιοπρέπειά του, γιατί κατά βάθος μονάχα αυτή του έχει απομείνει. Υπό αυτό το πρίσμα η μικρή σε χρόνο, αλλά «μεγάλη» σε εντύπωση ερμηνεία του Χάρη Τσιτσάκη στον ρόλο του κ. Δημήτρη, αποτελεί ίσως, τη σημαντικότερη παρουσία της ταινίας, ακόμα και όταν γίνεται απουσία. Πολύ καλές είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες που τον πλαισιώνουν, ένας συνδυασμός δουλεμένης πρόζας και αυτοσχεδιασμού, υψίστης σημασίας για ταινίες που υπηρετούν αφηγηματικά το δράμα δωματίου.
Το «Με Αξιοπρέπεια» είναι μια ταινία με περιεχόμενο βασανιστικά γνώριμο. Το ξέρουμε και το βλέπουμε να συμβαίνει δίπλα μας, άλλοτε πίσω από κλειστές πόρτες και άλλοτε σε κοινή θέα. Το ζητούμενο είναι στην τελική ένα: να μην αφήσουμε ποτέ και κανέναν να πιστέψει ότι η αξιοπρέπειά του δεν έχει σημασία.