Mickey 17
Mickey 17

Aπό τη μία αφήνει την εντύπωση 17 ταινιών σε μία, από την άλλη χίλιες φορές να βλέπουμε υπερπαραγωγές σαν αυτή εδώ, παρά σαν το «Captain America: Brave New World».
Ο Κορεάτης Μπονγκ Τζουν-Χο κάνει πολιτικό, ταξικά ενσυνείδητο σινεμά σε ένα πακέτο ελκυστικό τόσο προς το ευρύ κοινό, όσο και προς τα φεστιβάλ, χωρίς, όμως, να ενστερνίζεται μια αυστηρή «φεστιβαλική» γραφή. Έτσι εξηγείται και ο οσκαρικός (και όχι μόνο) θρίαμβος των «Παρασίτων», μιας ταινίας που, μεταξύ άλλων, δεν προσέφυγε στη συνήθη, απλοποιημένη λύση του δίπολου, αλλά φύλαγε για τη μεγάλη ανατροπή της την εμπλοκή της μεσαίας τάξης, που κρύβεται στο υπογειάκι της, φοβούμενη μήπως χάσει τα ωφελήματα που (νομίζει πως) έχει. Στοχευμένη, σπουδαία πολιτική ταινία σε συσκευασία μαύρης κωμωδίας.
Αυτή η προσήλωση, η σημειολογική πυκνότητα και η σεναριακή περιεκτικότητα λείπει από το «Mickey 17». Αν θες να δεις το ποτήρι μισοάδειο, είναι 17 ταινίες σε μία, με αλλαγή ύφους, αλλά και θέματος μεταξύ τους, αφήνοντας την αίσθηση μιας δημιουργίας χαοτικής, αν και ποτέ ανιαρής. Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε ότι η ανία, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, δεν σχετίζεται με τη βαρεμάρα του εκάστοτε θεατή - μπορεί να βαρεθεί οποιοσδήποτε σε οτιδήποτε - αλλά με την «τεμπελιά» του δημιουργού, την επανάληψη, την απουσία ρίσκου ή έστω ενός «παιδέματος».
Αν, πάλι, θες να το δεις μισογεμάτο, το «Mickey 17» είναι μια ταινία που διαρκώς επανατυπώνεται, σαν τον ήρωα της, ο οποίος πηγαίνει κάθε πρωί στη δουλειά για να πεθάνει ως το βράδυ και να αναγεννηθεί την επόμενη μέρα, εξυπηρετώντας τη νέα ανάγκη της καπιταλιστικής μηχανής. Ω ναι, πρόκειται για ακόμα μια απόπειρα του Μπονγκ Τζουν-Χο να μιλήσει για τον κόσμο μας, αγγίζοντας όσα λογαριάζει για βασικά του προβλήματα, έστω μέσω της παράθεσης και όχι της συμπύκνωσης. Και, παρά τα δυσοίωνα μηνύματα των τελευταίων ετών, εμφανίζεται πιο αισιόδοξος από την παραπλήσια απόπειρα του «Snowpiercer». Αν εκεί, πλάι στο ριζοσπαστικό μήνυμα ενός άλλου δρόμου, σε πείσμα όσων θεωρούν τον καπιταλισμό αναπόδραστο, υπογράμμιζε πεσιμιστικά την (εξίσου αναπόδραστη;) αποτυχία της αναδιάρθρωσης μετά την επανάσταση, εδώ η επόμενη μέρα αποδεικνύεται λαμπρή και ο ήρωας, μέσω της αυτοθυσίας κι αφού επανεφηύρε τον εαυτό του για να ανατρέψει το καθεστώς, κατακτά περήφανα το όνομά του.
Στα μάτια μας δεν περιττολογεί ο Κορεάτης, απλώς αφέθηκε σε μια λογική ελεύθερης γραφής, με την ανισορροπία που αυτή συνεπάγεται, την οποία εξισορρόπησε κάπως μέσω ενός ευτυχούς παντρέματος κωμωδίας και δράματος σε σχέση με το «Okja». Και δια της σκηνογραφικής επιμέλειας, της αλά Γκίλιαμ μανιακής ερμηνείας του Ρόμπερτ Πάτινσον, που αποδεικνύεται παραπάνω από επαρκής σε έναν ρόλο τον οποίο κάποτε θα απογείωνε ένας Ρόμπιν Γουίλιαμς ή ένας Τζιμ Κάρεϊ, και μιας ελαφριάς διάθεσης που ποτέ δεν υπονομεύει τα (προφανή) μηνύματα, δεν αποξενώνει εντελώς κι εκείνο τον θεατή που αναζητούσε μόνο απόδραση.
Στο κάτω κάτω της γραφής, χίλιες φορές να βλέπουμε υπερπαραγωγές σαν αυτή εδώ, πρόθυμες να αφεθούν στη δημιουργικότητα της στιγμής και να μιλήσουν για πέντε πράγματα παραπάνω, παρά δημιουργικά στείρες πανομοιότυπες «ανατυπώσεις» σαν το «Captain America: Brave New World», που υφίστανται και ποιοτική φύρα σε κάθε ανατύπωση τους.