Ο Κύριος Αζναβούρ

Monsieur Aznavour

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μεχντί Ιντίρ, Γκραν Κορ Μαλάντ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μεχντί Ιντίρ, Γκραν Κορ Μαλάντ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ταχάρ Ραχίμ, Μπαστιάν Μπουγιόν, Μαρί-Ζουλί Μποπ, Καμίλ Μουταγουακίλ, Πέτρα Σιλάντερ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μπρεχτ Χόιβαρτς
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ροστόμ Χατσικιάν
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Danaos Films
    Ο Κύριος Αζναβούρ

Μια ταινία πάνω στη ζωή και το έργο του μεγαλύτερου Αρμένη της ψυχαγωγίας του 20ού αιώνα και, μαζί με την Εντίτ Πιαφ, του σημαντικότερου (εκ)προσώπου του γαλλικού τραγουδιού στο διεθνές στερέωμα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Οι λάτρεις του Σαρλ Αζναβούρ θα ήθελαν τόσο πολύ η ταινία αυτή να ήταν αντάξιά του. Ωστόσο, αδυναμίες εγγενείς στο είδος του biopic και την συνήθη προσέγγισή του, φρόντισαν να μην συμβεί αυτό ενώ και μια σειρά άλλων προβλημάτων ίσα που δεν καταφέρνει να σκορπίσει την εντύπωση και το συναίσθημα μιας ανεπανάληπτης σειράς τραγουδιών. Περαστικοί και φιλομαθείς, πάντως, όσοι μπορεί να είναι αυτοί, δεν αποκλείεται να βρουν κάτι να βασίσουν προσεχείς ανασκαφές τους.

Το θέμα όμως δεν είναι πόσους κρατάς, είναι ποιους κρατάς. Οι πρώτοι θα εξαφανιστούν σε πρώτη ευκαιρία. Οι δεύτεροι μένουν για πάντα.

Το μυστήριο μιας ζωής, και μάλιστα μιας τόσο μακράς και πολυδιάστατης ζωής, δεν αποκαλύπτεται όταν αποφασίζει μια ταινία να καλύψει επιδερμικά το σύνολό της. Αντίθετα, ξεγλιστρά με μανία. Η οριζόντια κίνηση στα πράγματα, αυτή η επιφανειακή θωπεία των πάντων, δεν αποκλείεται να είναι για πολλούς η απάντηση στην πλήξη τους ή, αν είναι δημιουργοί, να συνιστά την παντογνωστική στάση που θέλει να αποδείξει ότι έχει για όλα κάτι να πει. Δεν βγαίνει όμως σοβαρό biopic αν δεν εστιάσεις σε συγκεκριμένα σημεία-κλειδιά κι αν δεν εμβαθύνεις σε αυτά προσπαθώντας να ξεκλειδώσεις αυτό που, κατά την γνώμη σου ως δημιουργού, συνιστά την λυδία λίθο διακρίβωσης μιας προσωπικότητας.

Οι Γκραν Κορ Μαλάντ και Μεχντί Ιντίρ (συχνά τα λάθη ξεκινάνε από τους παραπάνω του ενός στην σκηνοθετική καρέκλα) φτιάχνουν μια ταινία 134 λεπτών με τους τίτλους (όπου επειδή κάτι δεν πήγε καλά στριμώχνουν και τέσσερα τραγούδια!) στην οποία από το 1924 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 προσπαθούν να τα πιάσουν όλα. Τα παιδικά χρόνια, τα πρώτα βήματα, την οικογένεια, την καταγωγή, τον Ρος, την Πιαφ, το Μοντρεάλ, την απόφαση της solo καριέρας, τις αποτυχίες, τις βάναυσες κριτικές, την πρώτη δόξα, τους γάμους, τα παιδιά, την μεγάλη ακμή, την κατάθλιψη…Έγραψα 15 πράγματα. Είναι κι άλλα. Πόσο χρόνο να δώσεις στο καθένα; Τι σεναριογράφο και τι σκηνοθέτη χρειάζεσαι για να το κάνεις περιεκτικά; Δεν συνέβη. Δεν είναι εύκολο να συμβεί, είναι και λάθος να επιχειρηθεί. Η ταινία λοιπόν εκ των πραγμάτων σκοτώνεται να τα προλάβει όλα. Το επιπόλαιο όφελος είναι η ικανοποίηση της σημερινής ανάγκης για έναν ρυθμό πολυβόλου (και πολλής βολής), ώστε να μην λακκίσει ο κόσμος. Το θέμα όμως δεν είναι πόσους κρατάς, είναι ποιους κρατάς. Οι πρώτοι θα εξαφανιστούν σε πρώτη ευκαιρία. Οι δεύτεροι μένουν για πάντα.

Αν ένα biopic δεν τιμά την ουσία του βιογραφούμενου έχει διαπράξει το προπατορικό αμάρτημα. Από εκεί και μετά μας απασχολούν και τα τεχνικά προβλήματα. Πρώτα όλων ο Ταχάρ Ραχίμ στον ρόλο του Αζναβούρ. Υπάρχει μια γωνία (αριστερή οπίσθια τριών τετάρτων) που θυμίζει κάπως τον τραγουδοποιό. Δεν αρκεί. Στις υπόλοιπες πασχίζει πανέντιμα να τον μιμηθεί μέσα από ένα αποπροσανατολιστικό μακιγιάζ (σε εμένα θύμισε de-aging του Τζέιμς Κάαν…), από έλλειψη καθοδήγησης (υπερτονίζει ας πούμε την ανοιχτή κίνηση του δεξιού χεριού) που διαρκώς με έκανε να σκέφτομαι πόση τεχνική προσπάθεια καταβάλλεται διαρκώς. Είναι κρίμα γιατί είναι καλός ηθοποιός, όσο και ο Αζναβούρ εύκολο να τον ξεσηκώσεις. Ήταν όμως ακατάλληλη επιλογή, σωματικά, κινητικά, εκφραστικά. Όσο μεγαλώνει πάντως ο βιογραφούμενος και κάπως κοντοστέκεται η ενεργητικότητα, τόσο αναδεικνύεται η έκφραση του Ραχίμ και η κατάσταση περισώζεται.

Υπάρχουν παραλείψεις που απορείς. Γιατί αφού δίνεις τόσο χρόνο στην σχέση με την Πιαφ – και καλώς από μια πλευρά – την εξαφανίζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσπερνώντας μάλιστα και τον θάνατό της; Η σχέση με τον Πατρίκ μια που τη βλέπουμε, μία που την χάνουμε – αν και ο Ραχίμ είναι σε καλή του στιγμή εδώ. Εν συνεχεία, ανακρίβειες (το Hier Encore δεν γράφτηκε το ’70), ανηλεείς αδιαφορίες στην φυσιογνωμική συγγένεια (η σκηνή με τον Σινάτρα βρίσκει την καρδιά της αρπαχτής) και, ιδίως αρχικά, η γνωστή επάρατος με την «καλλιτεχνική διεύθυνση Netflix», όπου χρωματική «βελτίωση», πανομοιότυπα σκηνικά, πεντακάθαρα ρούχα και τα πάντα θυσία στην οικείωση του θεατή με την εικόνα ηγεμονεύουν. Θα ζήσουμε για κάμποσα χρόνια δυστυχώς αυτόν τον πλατφορμικό εφιάλτη εικαστικής ισοπέδωσης. Το κερασάκι; Καθώς έρχεται η ώρα του μυθικού Parce que tu crois, και η ταινία πάει να γίνει και λίγο…μουσικόφιλη προθερμαίνοντας την ατμόσφαιρα, αίφνης αποφασίζει να σου πετάξει στα μούτρα την διασκευή του Dr. Dre. Για τους ραπφιλικούς (sic) ακολούθους των 55 εκατομμυρίων views αυτό είναι τυράκι. Για αυτούς που ήρθαν να δουν Σαρλ Αζναβούρ – που σε κάποιους πολιτισμούς μπορεί να παραμένουν και πλειοψηφία – αυτό είναι βαρβαρικό ντιρέκτ κάτω από τη μέση. Διακοπή αγώνα και ντισκαλιφιέ.

Το πώς επιβιώνουν δύο αστεράκια είναι απορίας άξιο από μια πλευρά. Από μια άλλη η παραγωγή σέβεται τον εαυτό της όπως καταλαβαίνει (άλλωστε παραγωγός είναι ο σύζυγος της μιας κόρης του Αζναβούρ), υπάρχει κατασκευαστικός κόπος που πάντοτε σέβομαι ακόμα και αν στρατηγικά πηγαίνει χαμένος, ο Ραχίμ δίνει αρκετά ώστε να πάρει μια υποψηφιότητα Σεζάρ και, βέβαια, τι άλλο, τα τραγούδια. Που σε μια σκηνή έστω, αυτή του μαγικού (και LGBTQ friendly) Comme ils disent, πιάνει ένα ξέφωτο που αποδεικνύει την βασική οδό που ακολουθείς για biopic μουσικών: Πώς γράφτηκε, γιατί γράφτηκε, τι σήμανε και πάντα, μα πάντα, οι άνθρωποι στο κέντρο. Αν δεν ήταν κι αυτό…

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ο Κύριος Αζναβούρ
  • Ο Κύριος Αζναβούρ