Γάμος αλά Ελληνικά 3

My Big Fat Greek Wedding 3

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νία Βαρντάλος
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Νία Βαρντάλος
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Νία Βαρντάλος, Τζον Κόρμπετ, Λούις Μάντιλορ, Άντρεα Μάρτιν
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μπάρι Πίτερσον
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Στεφανί Οικονόμου
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Γάμος αλά Ελληνικά 3

Ακόμα μια ταινία που θεωρεί ότι η ευφορική διάθεση μεταξύ των συντελεστών ισοδυναμεί με κωμωδία και στηρίζεται αποκλειστικά εκεί. Σχόλασε ο γάμος. 

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Το «Γάμος αλά Ελληνικά», εκείνη η ανέλπιστη επιτυχία του 2002, βασιζόταν σε έναν θεατρικό μονόλογο της Νία Βαρντάλος, τον οποίο ετοίμαζε χρόνια και όπου είχε εντάξει όσα είχε να πει για την εμπειρία της ως Ελληνοαμερικανίδα. Αντιλαμβανόμαστε τις κατηγορίες περί φολκλορισμού, ωστόσο το επονομαζόμενο φολκλόρ είναι αναπόσπαστο στοιχείο μιας μεγάλης μερίδας της ελληνοαμερικανικής κοινότητας. Η Βαρντάλος κάνει πλάκα μαζί του μεν, μα πάντα με μια αγαπητική διάθεση, η οποία, αν μας ρωτάτε, ήταν και εκείνη που κέρδισε τελικά τόσους θεατές. Όσα βλέπουμε στην ταινία είναι η ιστορία της, στηρίζονται σε βιώματά της, τα οποία, σε τελική ανάλυση, είναι δικαίωμά της να προσεγγίσει όπως θέλει. Επέλεξε να τα ενσωματώσει σε ένα σενάριο ρομαντικής κομεντί, το οποίο εκτελούσε σωστά τη συνταγή του είδους, φέρνοντας σ’ αυτή και ένα λίγο διαφορετικό συστατικό, ένα άλλο χρώμα –  αυτό ήρθε να το πιστοποιήσει και μια οσκαρική υποψηφιότητα στην κατηγορία του Πρωτότυπου Σεναρίου, άλλωστε.  

Στη συνέχεια η Βαρντάλος στράφηκε για έμπνευση στο «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» με το «Kόνι και Κάρλα», χωρίς να έχει η δηκτική πένα του Γουάιλντερ. Δοκίμασε και να επανασυστηθεί ως κλασική ρομαντική πρωταγωνίστρια στο «I Hate Valentine’s Day», αλλά από τη μία έλειπε το ελληνικό στοιχείο - το «χρώμα» που αναφέραμε παραπάνω- και από την άλλη ίσως να υπερεκτίμησε τις ικανότητές της ως κομεντιέν. Δεν αρκούν μια συμπαθής φυσιογνωμία και λίγο σκέρτσο, χρειάζεται και κωμικός χρονισμός, χρειάζεται και η περσόνα, την οποία, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έκατσε να δουλέψει και να χτίσει. Η επιστροφή στο σύμπαν του «Γάμου αλά Ελληνικά» με μια δεύτερη ταινία έμοιαζε περισσότερο με λύση ανάγκης. Δεν γνωρίζουμε αν χάθηκε η ειλικρίνεια στην πορεία, αν ήταν πιο τεχνητό (και πιο τεχνικό) το γράψιμο. Καμιά φορά ένας καλλιτέχνης έχει μία ιδέα και δυο πράγματα να πει, ευθυγραμμίζονται οι δημιουργικοί πλανήτες, πηγαίνουν όλα ρολόι και, δυστυχώς, το πράγμα σταματά εκεί – συμβαίνουν κι αυτά.

Η τρίτη ταινία, στην οποία η Βαρντάλος περνάει και πίσω από την κάμερα, μαρτυρά περισσότερο από όλες αυτή την απουσία έμπνευσης, που ξεκινά από το σενάριο. Ενώ η κεντρική ιδέα φαίνεται να είναι η επιστροφή στις ρίζες και η εύρεση των παιδικών φίλων του πατέρα της, που έχει πεθάνει στο μεταξύ, το σενάριο της Βαρντάλος το ξεχνά, παραστρατεί σε επεισόδια που απλά αναπαράγουν αστεία που είδαμε και στις προηγούμενες ταινίες και στηρίζονται στην πολιτιστική σύγκρουση, πάντα μέσα από το αφελές φίλτρο της λαϊκής κωμωδίας. Η συγκέντρωση ελληνικών σουξέ στο σάουντρακ, δε, σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάποιος της ανέθεσε πέρα από τη σκηνοθεσία του έργου και την κατάρτιση ενός CD με τις επιτυχίες της χρονιάς, σαν εκείνες τις ετήσιες εκδόσεις που έκαναν θραύση στα '90s.

Στην ταινία όλοι οι ηθοποιοί φωνάζουν αδικαιολόγητα, όλοι χαμογελούν πλατιά και αφύσικα, επιχειρώντας να κερδίσουν το γέλιο που απουσιάζει από το κείμενο μέσα από την καρικατούρα, να μας γοητεύσουν δια της υπερβολής. Όταν δεν βοηθά ο διάλογος, όμως, τι να σου κάνει και ο ηθοποιός; Γίνεται και μια προσπάθεια ένταξης πολιτικού σχολίου, η οποία θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί – καλύτερα να μιλάς για  πράγματα που γνωρίζεις, αυτό άλλωστε έκανε στην πρώτη ταινία η Βαρντάλος και γι’ αυτό εκείνη πέτυχε.

Κρατάμε την ανακάλυψη της νεαρής Μελίνας Κοτσέλου, που έχει ερμηνευτικό τσαγανό και κινηματογραφικό πρόσωπο, αλλά δεν έχει ρόλο, κρατάμε και την τουριστική περιήγηση, αν και θα μπορούσε να είναι λίγο πιο ακριβής, λόγω της εθνικότητας της δημιουργού -και αποκλειστικά λόγω αυτής, αλλιώς δεν συνιστά σοβαρό επιχείρημα κριτικής, μεγάλη κουβέντα αυτή. Σκεφτείτε ότι οι ήρωες περνούν από το Καλλιμάρμαρο και κάποιος αναφωνεί «α, το Ολυμπιακό Στάδιο». Φοβηθήκαμε ότι καθώς διασχίζουν μια σήραγγα στην Περιφερειακή Υμηττού, θα πεταχτεί κάποιος να πει «α, να το Γήπεδο Καραϊσκάκη».

 Ας μας συγχωρεθεί η εξυπνάδα, είναι εύκολο να χτυπήσεις μια ταινία σαν το «Γάμος αλά Ελληνικά 3» με τέτοιες, άλλωστε μέρος των ανθρώπων που θα αναζητήσουν μια κριτική της, ψάχνουν για κανιβαλισμό. Αντ’ αυτού, ίσως να είναι λίγο πιο γόνιμο να διερευνήσεις τι δεν πήγε καλά και, για εμάς, όπως είπαμε, το πρόβλημα εντοπίζεται πρωτίστως στο σενάριο, το οποίο δεν κατάφερε να βρει ένα πειστικό επιχείρημα για την ανάγκη της επιστροφής των μελών της οικογένειας Πορτοκάλος, ούτε μπόρεσε να υπηρετήσει το είδος του σωστά. Τώρα, αν υποθέσουμε ότι ο στόχος ήταν μια ασπόνδυλη φαρσοκωμωδία, απαρτιζόμενη από κωμικές βινιέτες, αυτή χρειάζεται άλλου τύπου προσέγγιση, χρειάζεται μια έφεση στην ανεκδοτολογία, απαιτεί η κωμωδία να πηγάζει (και) από τη mise en scene, θέλει και γκαγκ οπτικά, «κινηματογραφικά», όπως συνηθίζουμε να το αποκαλούμε. Η Βαρντάλος, εκ του αποτελέσματος, δεν  φαίνεται να τα πολυκατέχει όλα αυτά, μοιάζει χαμένη σαν την ηρωίδα της όταν ανακαλύπτει ότι οι φίλοι του πατέρα της δεν μένουν πια στο χωριό που μεγάλωσαν.

Αντί συνοπτικού σχολίου, θα κλείσουμε με μια παρατήρηση. Επιτέλους, κάποτε πρέπει να εξαλειφθεί αυτή η μεταδοτική κινηματογραφική νόσος να ταυτίζεται η ευθυμία των συντελεστών με την εκπλήρωση του κωμικού ζητούμενου. Στο όνομα της καλής κωμωδίας, του καλού σινεμά, του καλού γούστου, της ανθρωπιάς.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Γάμος αλά Ελληνικά 3
  • Γάμος αλά Ελληνικά 3