Νυχτερινός Εκφωνητής

Nihterinos Ekfonitis

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρένος Χαραλαμπίδης
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ρένος Χαραλαμπίδης
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ρένος Χαραλαμπίδης, Ελευθερία Στάμου, Μαργαρίτα Αμαραντίδη
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κωστής Γκίκας
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 72
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Danaos Films

Ως το κινηματογραφικό ανάλογο μιας νυχτερινής ραδιοφωνικής εκπομπής, η νέα ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη απευθύνεται σε όποιον την έχει ανάγκη. 

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Δεκατέσσερα χρόνια έλειψε από τη μεγάλη οθόνη ο Ρένος Χαραλαμπίδης, κατά δήλωσή του επειδή δεν είχε κάτι να πει. Κι όταν αυτό το κάτι βρέθηκε, δεν έχασε χρόνο, επέστρεψε στην αρχή, στις δυο πρώτες ταινίες του, κι ετοίμασε ακόμα ένα no budget story, μια νυχτερινή εξομολόγηση, πρόσφορη για όσους έχουν την καλοσύνη να την ακούσουν – πάντα ευγενές το σινεμά του Χαραλαμπίδη, ποτέ δεν σου επιβάλλεται, σε καλεί να σκύψεις και να αφουγκραστείς όσα έχει να πει. Στον «Νυχτερινό Εκφωνητή» ένας ραδιοφωνικός παραγωγός έχει εκπομπή το βράδυ των πεντηκοστών γενεθλίων του. Αυτό το βράδυ επιλέγει να παίξει στον αέρα μια σειρά από μηνύματα που άφησε στον τηλεφωνητή του μια χαμένη αγάπη, με την ελπίδα να την ξαναβρεί. Τα μηνύματα εναλλάσσονται με φανταστικούς διαλόγους που ξετυλίγονται στο κεφάλι του, με εικόνες μιας πιθανής επανασύνδεσης.

Θα μας επιτρέψετε να ενεργοποιήσουμε πρώτα τον κριτικό μέσα μας και να παρατηρήσουμε ότι η ταινία στηρίζεται πολύ στον λόγο, σε βαθμό που κάποιοι ίσως διατυπώσουν ενστάσεις για την κινηματογραφικότητά της . Θα παρατηρήσουμε επίσης και ότι, ίσως λόγω μειωμένου προϋπολογισμού, για ταινία όπου η πόλη παίζει τόσο σημαντικό ρόλο, το ρεπεράζ έχει περιοριστεί σε λιγοστά, συγκεκριμένα σημεία της, στα οποία επανέρχεται διαρκώς. Επανάληψη υπάρχει και στα πλάνα του στούντιο. Ο αντίλογος λέει ότι η επανάληψη αυτή, που υπάρχει και στον διάλογο και άρα δεν μπορεί να είναι τυχαία, υπογραμμίζει μια φαντασματική διάσταση που, μοιραία, διέπει όσα βλέπουμε. Ναι, υπάρχει και αυτοαναφορικότητα, και ναι, η σταυροφορία του ήρωα μοιάζει να εξυπηρετεί κατά ένα μέρος την αυτομυθολόγησή του, έχει μια εσωστρέφεια, ίσως κι έναν εγωισμό, τον οποίο θα παραδεχτεί το σενάριο με έναν γενναίο, απρόσμενο ελιγμό.

Και η κριτική μας θα μπορούσε να συνεχιστεί έτσι.

Οφείλουμε, όμως, αντί να προσαρμόζουμε την ταινία σε μια σειρά από κανόνες που κατά τη γνώμη μας πρέπει να ακολουθεί και να την περνάμε από τα σχετικά φίλτρα, να προσαρμοζόμαστε εμείς σε εκείνη, να εντοπίσουμε τη συχνότητα που εκπέμπει, να διαγνώσουμε τι θέλει να πετύχει. Ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» λοιπόν, τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβανόμαστε εμείς, δεν είναι τίποτε άλλο από το κινηματογραφικό ανάλογο μιας νυχτερινής εκπομπής λόγου και μουσικής. Και η δραματικότητα, η μυθολογία και η μυθολόγηση της νύχτας και των βραχνιασμένων μυστικών της, η παραληρηματική εξομολόγηση και ο υπερχειλίζων ρομαντισμός είναι στοιχεία μιας τέτοιας εκπομπής. Μέσω του ρυθμού που επιτυγχάνεται μέσω του μοντάζ, του επίμονου διαλόγου και της ατμόσφαιρας, η ταινία φαντάζει να διαρκεί ταυτόχρονα 71 και 171 λεπτά. Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται, ενίοτε ταυτόχρονα, όπως συνηθίζεται σε νύχτες σύγχυσης και γέλιου. Και για μια ιστορία όπου παρόν, παρελθόν και ένα φανταστικό, άμεσο μέλλον συμπίπτουν, η (κινηματογραφικώς εννοούμενη) καλλιέργεια αυτής της αίσθησης έχει ξεχωριστή σημασία.

Η μουσική είναι πανταχού παρούσα. Ο Μπιζέ, ο Σοπέν, ο Ρακιτζής, η μουσικότητα της φωνής της χορεύτριας, που ζει στο ίδιο κτίριο με τα τραγούδια των Πυξ Λαξ – προσέξτε τον πίνακα με τα θυροτηλέφωνα. Εξακολουθεί να μάς φαίνεται μεγάλο κρίμα που η μουσική της πόλης περιορίζεται σε μερικές νότες, αλλά αυτή η «πλημμέλεια» δικαιολογείται δραματουργικά. Το ρομαντικό σασπένς μιας επικείμενης συνάντησης χτίζεται μεθοδικά, η κατάληξη της αναζήτησης είναι ικανή να διεγείρει τους δακρυγόνους αδένες αν παρακολουθείς χαλαρά, να σε τσακίσει σαν κλαράκι αν συγχρονιστείς με τον δονκιχωτισμό της, ενώ η μετάβαση από την «φαντασματική» πραγματικότητα στην τόσο «πραγματική» φαντασίωση συλλαμβάνει τη ρευστότητα του ειρμού. Όσο για την μετάβαση από το ειδικό στο γενικό, από την προσωπική ιστορία στην Ιστορία (με κεφαλαίο) μιας πόλης, για μας λείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος που θα θεμελίωνε την αναγωγή, που θα την έδενε με μπετόν αρμέ.

Τις βλέπουμε και τις αδυναμίες της ταινίας. Μα έλα που είναι όντως το κινηματογραφικό ανάλογο μιας νυχτερινής ραδιοφωνικής εκπομπής. Και ως τέτοιο, η αποτελεσματικότητά της, το αποτύπωμα που θα αφήσει, εξαρτάται από την κατάσταση του δέκτη της τη δεδομένη στιγμή. Απευθύνεται σε όποιον την χρειάζεται. Απευθύνεται και σε σένα, αλλά μόνο αν και όταν θα την έχεις ανάγκη. Όχι για να περάσεις τον χρόνο σου, αλλά για να βρεις συμπαραστάτη στο δράμα σου, έναν οδηγό στην ενδοσκόπησή σου. Κι άμα σε πετύχει σε τέτοια φάση, θα γίνει το Σι Μπεμόλ ακόρντο στην καρδιά σου. Αν και φάλτσα.   
  

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Νυχτερινός Εκφωνητής
  • Νυχτερινός Εκφωνητής