Μαθήματα Αποπλάνησης
No Hard Feelings

Σε μια προσπάθεια να σώσει το σπίτι της, η Μάντι θα απαντήσει σε μια αγγελία όπου ένα πλούσιο ζευγάρι, ζητάει την βοήθεια μιας άγνωστης προκειμένου να βγει ραντεβού με τον 19χρονο γιο τους, έτσι ώστε να τον «ξεκλειδώσει» λίγο πριν την αναχώρησή του για το πανεπιστήμιο.
Πρώτη σκέψη, πόσο λάθος θα πήγαινε όλο αυτό αν το premise ήταν γραμμένο από την ανάποδη, εάν δηλαδή ένας τριαντάρης απαντούσε σε μια ανάλογη αγγελία, όπου γονείς ζητούσαν κάποιον με στόχο να βγει με την 19χρονη κόρη τους. Ναι, σίγουρα δεν θα πήγαινε καθόλου καλά αυτό για τους πλέον προφανείς λόγους. Ευτυχώς εδώ το μοτίβο του παρθένου έφηβου, μετατίθεται λίγο παραπέρα χρονικά, σε αυτό του ανέγγιχτου, νεαρού ενήλικα (που όμως συμπεριφέρεται ακόμη ως έφηβος), με αποτέλεσμα το φιλμ του Τζιν Στουπνίτσκι να περνάει την βάση (σε πρώτη φάση) σε ό,τι αφορά στον ηθελημένα άβολο και κοινωνικά αποδεκτό (;) πυρήνα του σεναρίου του.
Η Μάντι (Τζένιφερ Λόρενς) θέλει να σώσει το σπίτι της μητέρας της και πλέον δικό της, με κάθε πιθανό τρόπο, συνεπώς όταν μια μέρα διαβάσει σε μια αγγελία στο Craigslist ότι ένα ευκατάστατο ζευγάρι αναζητά την γυναίκα που θα καταφέρει να κάνει τον συνεσταλμένο γιο τους Πέρσι (Άντριου Μπαρθ Φέλντμαν) να «βγει από το καβούκι του» - if you know what I mean- , η Μάντι δεν θα χάσει την ευκαιρία. Έχοντας ως απώτερο σκοπό να κερδίσει την πολυπόθητη Buick για τις υπηρεσίες που θα προσφέρει (το αυτοκίνητο θα την βοηθήσει να ξελασπώσει οικονομικά, καθότι εργάζεται και ως οδηγός Uber), η Μάντι θα βάλει «μπρος» τα μαθήματα αποπλάνησης, όμως σύντομα θα διαπιστώσει πως το ξελόγιασμα του Πέρσι δεν είναι τελικά και τόσο εύκολη υπόθεση.
Με μια ξεκάθαρη διάθεση αναβίωσης των σεξοκωμωδιών της δεκαετίας του ’80, η ταινία του Στουπνίτσκι μοιάζει κάπως αβέβαιη ως προς το κοινό στο οποίο θέλει να απευθυνθεί, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στο σενάριο, που άλλοτε μοιάζει σίγουρο για τον εαυτό του και άλλοτε όχι. Υπάρχουν δυο, τρείς σκηνές εδώ που άνετα θα μπορούσαν να προστεθούν σε σχετικές λίστες ανθολογίας, με πρώτη και καλύτερη την σκηνή που διαδραματίζεται το βράδυ στην παραλία, με μια ολόγυμνη Λόρενς να δίνει τα κωμικά της ρέστα. Εντούτοις, αυτό που αποπνέει εντονότερα το φιλμ του Ουκρανού δημιουργού είναι μια εμφανέστατη έλλειψη ρυθμού, που δημιουργεί μικρά, άβολα χάσματα ανάμεσα στις κραυγαλέα κωμικές στιγμές και στις σκηνές που απαιτούν από τους πρωταγωνιστές σοβαρότητα και μια κάποια δραματικότητα προκειμένου να ωθήσουν την πλοκή, παρά το γεγονός πως ο θεατής πρόκειται να αντιληφθεί γρήγορα και με μαθηματική ακρίβεια την κατάληξη τούτης της ιστορίας.
Και ερχόμαστε σε αυτό. Στην υπόθεση. Κάθε κινηματογραφικό είδος υπηρετεί και εξυπηρετεί κάποιες συνθήκες, κάποιους κανόνες και νόρμες που κατατάσσουν την εκάστοτε ταινία στο αντίστοιχό της genre. Εν προκειμένω μιλάμε για μια κωμωδία που θέλει να είναι φαρσική, αλλά και όχι, θέλει να εγείρει θέματα περί κοινωνικών και φυλετικών στεγανών, αλλά την ίδια στιγμή δεν παίρνει τον εαυτό της καθόλου στα σοβαρά πάνω σε αυτό το κομμάτι, είναι μια ταινία ταυτόχρονα απολαυστικά ξεδιάντροπη, και βαρετά συντηρητική στο κλείσιμό της. Η λοξοδρόμηση της υποθεσιακής κατεύθυνσης είναι χαρακτηριστική (δεν συμβαίνει σε όλο το πέρας της ταινίας, όμως είναι εκεί), όπως για παράδειγμα το γεγονός πως υπάρχουν στιγμές σαφούς αμηχανίας που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με τους ίδιους τους χαρακτήρες, δεν φταίνε αυτοί, απλά έτσι είναι γραμμένοι.
Μέσα σε όλο αυτό το awkwardness που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του φιλμ, η Λόρενς ξεχωρίζει καταθέτοντας τα κωμικά της διαπιστευτήρια, αφού τις φορές που υπάρχει χώρος για χιούμορ, αποδεικνύει πως το διαθέτει πηγαίο. Στο πλευρό της ο άβγαλτος Φέλντμαν είναι η προσωποποίηση της γενιάς του ή τουλάχιστον μέρους αυτής, δίνοντας στην περσόνα του Πέρσι ένα ξεχωριστό twist, έναν συνδυασμό εκνευριστικού παλιόπαιδου και παρεξηγημένου ρομαντικού, όπως αποκαλύπτεται στην σκηνή με το πιάνο, αντικειμενικά μια από τις καλύτερες της ταινίας.
Αυτά τα «Μαθήματα Αποπλάνησης» μπορεί να επιδέχονται βελτίωσης, όμως ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι κατέχει τον απόλυτο μπούσουλα στην πρόκληση του ερωτικού πάθους; Ακριβώς, κανείς.