Νοβοκαΐνη
Novocaine

Ένας άνδρας που πάσχει από μια σπάνια γενετική διαταραχή που τον κάνει να μην αισθάνεται πόνο, θα μετατραπεί σε σούπερ ήρωα της διπλανής πόρτας, όταν αποφασίσει να σώσει τον έρωτα της ζωής του από τα χέρια μιας παρέας αδίστακτων ληστών.
Το δίδυμο των Νταν Μπερκ και Ρόμπερτ Όλσεν αφήνει για λίγο στην άκρη την ειδίκευση στο είδος του τρόμου και δοκιμάζεται σε μια μαύρη κωμωδία δράσης, που φιλοδοξεί να αναδείξει τα πρωταγωνιστικά ταλέντα των «nepo babies» Τζακ Κουέιντ και Ρέι Νίκολσον, κατ’ αντιστοιχία γιων των Ντένις Κουέιντ και Τζακ Νίκολσον και ομολογουμένως τα καταφέρνουν και οι δυο πολύ καλά.
Ο Νέιτ (Κουέιντ) είναι ένας τραπεζικός υπάλληλος που έχει μάθει από μικρός να ζει σε ένα οριακά αποστειρωμένο περιβάλλον. Βάζει ξυπνητήρι για να πάει στην τουαλέτα και δεν έχει φάει στερεά τροφή ποτέ εξαιτίας μιας εξαιρετικά σπάνιας ασθένειας γνωστής ως «συγγενής αναισθησία στον πόνο», που τον κάνει ουσιαστικά άτρωτο απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή άλγους. Όταν βρει τον έρωτα στα μάτια της συναδέλφου του Σέρι (Μιντθάντερ) ο Νέιτ θα πιστέψει ότι μπορεί να κάνει μια νέα αρχή δίπλα της, απαλλαγμένος από το διαρκές άγχος μιας ζωής σε προστατευτική φούσκα, όμως η μοίρα έχει άλλα σχέδια, αναγκάζοντάς τον να περάσει δια πυρός και σιδήρου προκειμένου να σώσει τη Σέρι από μια ομάδα φονικών κακοποιών.
Όλος ο υποθεσιακός πυρήνας της ταινίας περιστρέφεται γύρω από την ιατρική συνθήκη του πρωταγωνιστή, γεγονός που προπορεύεται εμφανέστατα όλης της υπόλοιπης ιστορίας, λες και ο σεναριογράφος Λαρς Τζέικομπσον είχε μια βασική καλή ιδέα, πάνω στην οποία στηρίχτηκε όλη η εξέλιξη της πλοκής που δεν διακρίνεται ακριβώς για την πρωτοτυπία της. Ακολουθώντας μια μάλλον πεπατημένη οδό, η ιστορία αποτελεί κλασική περίπτωση.
χαρακτήρα που από δευτεραγωνιστής στην ίδια του τη ζωή, μετατρέπεται σε action hero πρωταγωνιστή προκειμένου να σώσει το κορίτσι της καρδιάς του. Ο Τζακ Κουέιντ διαθέτει παρόλα αυτά έναν συνδυασμό εγγενούς γλυκύτητας και psycho φυσιογνωμίας (έτσι όπως μας έρχεται και από το πρόσφατο «Companion»), γεγονός που τον καθιστά ιδανική επιλογή για το γεφύρωμα του χάσματος μεταξύ του ρομαντικού τύπου που θα δεις σε κάθε generic κινηματογραφικό love story και του ήρωα που μοιράζει καντάρια ξύλου.
Σε τούτη την περίπτωση όλες οι αιματοβαμμένες σεκάνς της ταινίας, πατούν πάνω στο μοτίβο του απρόσβλητου από τον πόνο ήρωα, με ευφάνταστα χορογραφημένες σκηνές και ακόμη πιο ευφάνταστους θανάτους, πράγμα που σημαίνει ότι οι λάτρεις της δράσης με ολίγον (ή και πολύ) από gore μάλλον θα περάσουν καλά.
Κατά τα άλλα, ένα καλύτερα γραμμένο σενάριο σίγουρα θα βοηθούσε την κατάσταση, δεδομένου πως υπάρχουν κάποιες σεναριακές τρύπες που ενοχλούν και δεν γίνεται να μη τις σκεφτείς ενώ βλέπεις την ταινία. Για παράδειγμα, ακόμη κι αν δεχτείς το πως ένας καθημερινός τύπος που δεν πονάει μετατρέπεται σε εκτελεστή, μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φάει ξύλο χωρίς να πεθάνει από αιμορραγία, ας πούμε; Ή μέχρι που φτάνει η «κατανόηση» της αστυνομίας; Οι δημιουργοί προφανώς και αναμένουν από τους θεατές να πάρουν ορισμένα πράγματα ως αφηγηματικές ελευθερίες, όμως δεν είναι πάντα τόσο απλό ακόμα και όταν πρόκειται για μια απενοχοποιημένα διασκεδαστική ταινία όπως αυτή εδώ.
Το ίδιο μη πειστικό είναι και το εκκολαπτόμενο ρομάντζο του Νέιτ με τη Σέρι, υπερβολικά σχηματικό και όχι με την καλύτερη δυνατή χημεία ανάμεσα σε Κουέιντ και Μιντθάντερ. Τουλάχιστον από κοντά βρίσκεται και ο Ρέι Νίκολσον σε ρόλο κακού (ποιος να το περίμενε;) που αποδεικνύει πως σίγουρα έχει πάρει το απειλητικό χαμόγελο και γέλιο του πατέρα του, μένει να δούμε αν έχει προικιστεί και με το υποκριτικό του ταλέντο.