Η Συμμορία των Μάγων 3
Now you See me Now you Don t
Τρίτη και καλύτερη μέχρι στιγμής εξόρμηση των «Τεσσάρων Καβαλάρηδων» σε ένα όχι απαραίτητα καλογραμμένο, αλλά οπωσδήποτε ευφορικό πανηγύρι (οφθαλμ)απάτης και ανατροπών.
Ένα από τα κινηματογραφικά είδη που παραδοσιακά ασκούσε και συνεχίζει να ασκεί γοητεία σε ένα μαζικό κοινό είναι εκείνο των επονομαζόμενων heist movies, ταινιών με αντικείμενο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας ληστείας, κλοπής ή/και διάρρηξης ιδιαίτερα υψηλού βαθμού δυσκολίας. Στη χώρα μας ο αντίστοιχος όρος, τον οποίο η κριτική χρησιμοποιεί κατά κόρον, είναι η «ταινία απάτης». Τυπικά μιλώντας, ο όρος αφορά μόνο μια πολύ συγκεκριμένη υποδιαίρεση του heist movie, όπου το έγκλημα αφορά άλλη διάταξη του ποινικού κώδικα – σωστά μαντέψατε, εκείνη της απάτης. Επειδή, όμως, δεν έχει βρεθεί ορολογία πιο δόκιμη, βολευόμαστε με αυτή
Όσο για τους λόγους της γοητείας του είδους; Μας αρέσει, επειδή κατά βάθος βρίσκουμε ελκυστική την παρανομία, αλλά διόλου ελκυστικές τις συνέπειές της, γι' αυτό επιλέγουμε την ασφάλεια της μεγάλης οθόνης ώστε να μπορέσουμε να τη διαπράξουμε. Για τους φίλους μας του ηθικολόγους, ναι, το θέαμα έχει μια απουσία ηθικής, δεν είναι, όμως, πλήρως αμοραλιστικό – δύσκολα θα δεις ψυχαγωγικό heist movie όπου οι ήρωες κλέβουν τις αποταμιεύσεις ηλικιωμένων, το χρηματοκιβώτιο με τα λειτουργικά έξοδα ενός ορφανοτροφείου ή καραμέλες από μικρά παιδιά. Ενίοτε, οι ήρωες έχουν και κίνητρα πιο ευγενή, κι αυτή τους η καλή προαίρεση έκανε, κατά ένα μέρος, αγαπητούς τους ήρωες των ταινιών της σειράς «Now you see Me». Και στην παρούσα, τρίτη ταινία, υπάρχει ένα αίσθημα δικαίου που οι ήρωες πρέπει να ικανοποιήσουν με την απάτη τους– δεν κάνει να αποκαλύψουμε περισσότερα- ωστόσο, ας είμαστε σοβαροί, η ιδιότητα του ταχυδακτυλουργού είναι εκείνη που τους κατέστησε τόσο δημοφιλείς.
Αυτή τους η ιδιότητα ανοίγει παράθυρο σε κόλπα λίγο πιο μεγαλοπρεπούς εκτέλεσης, λίγο (και) σαν μαγικά που απαιτούν από τον θεατή να κάμψει κάπως παραπάνω τη δυσπιστία του. Αυτό δεν σημαίνει ότι το «μάγικό» μπορεί να σκοτώνει την εσωτερική λογική της ταινίας και να σκυλεύει το πτώμα της, όπως το φινάλε της πρώτης ταινίας. Ευτυχώς, εδώ δεν έχουμε αντίστοιχα εξωφρενική εξέλιξη (και υποτίμηση της νοημοσύνης του θεατή), έστω κι αν η εκτέλεση των πάσης φύσεως κόλπων συχνά προεξοφλεί αυθαίρετα ότι κάποιο θύμα τους θα αντιδράσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Η προσθήκη νέων απατεώνων στο μίγμα, που ενώνουν τις δυνάμεις τους με την παλιά φρουρά, δεν αποπνέει εκείνη την κυνική λογική των legacy sequels, απλώς μεγαλώνει την ομάδα και δίνει σε περισσότερους ηθοποιούς τη δυνατότητα να σαχλαμαρίσουν απολαυστικά. Θα ήθελες το σενάριο να έχει μεγαλύτερη φινέτσα, θα ήθελες ο ρυθμός και οι μεταβάσεις να έχουν εκείνο το ραφινάρισμα των ωραιότερων στιγμών του είδους, δεν μπορείς, όμως, να παραγνωρίσεις το γεγονός ότι το αποτέλεσμα συνιστά εμφανή βελτίωση σε σχέση με τους προκατόχους του.





