Νυρεμβέργη
Nuremberg
Aφελέστατη και ανερμάτιστη απόπειρα σινεμά (άλλοτε) μεγάλου κοινού, που ξαναδιαβάζει «αμερικανικά» τη Δίκη της Νυρεμβέργης ως απόπειρα των Συμμάχων να πατάξουν ένα αυστηρά προσωποποιημένο Κακό και να σώσουν έτσι τη μέρα και τον κόσμο.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης υπήρξε μια σημαίνουσα στιγμή της λήξης του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, με τη συζήτηση γύρω από αυτή να συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από τη μία έθεσε τη βάση για τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας των διεθνών δικαστηρίων και υπήρξε, γενικότερα, καταλυτική για τη διαμόρφωση του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, από την άλλη μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Σύμμαχοι απλώς θέλησαν να δώσουν επίφαση δικαίου στην εκτέλεση μερικών από τους πρωτεργάτες της γερμανικής θηριωδίας με ένα κατηγορητήριο (και μια απόφαση) άνευ ουσιώδους νομικής βάσης και ότι, ενδεχομένως, υπονόμευσαν οποιαδήποτε ελπίδα μελλοντικής, πλήρους εξομάλυνσης των διεθνών εντάσεων – η περιβόητη «παγκόσμια ειρήνη- μιας και η επόμενη μέρα ξεκίνησε έτσι. Υπήρξε, όμως, προηγούμενο εγκλημάτων κατά της ζωής και της ανθρωπότητας σε ανάλογη έκταση και λύσσα σαν εκείνο του ναζιστικού καθεστώτος;
Μοιραία, η ως άνω συζήτηση υπερβαίνει τις ανάγκες και τον σκοπό μιας κινηματογραφικής κριτικής. Η δίκη της Νυρεμβέργης ήταν πολλά, αλλά σίγουτα δεν ήταν προϊόν ενός σχεδίου των Συμμάχων να αναγκάσουν ένα ατομικά προσδιορισμένο Κακό να κατονομαστεί. Είναι γνωστός ο προσωποκεντρισμός της αμερικανικής ιδιοσυγκρασίας, η ανάγκη (υπερ)απλούστευσης ώστε να γίνουν κατανοητά σύνθετα ζητήματα, πολιτικά και μη, η αφελής (και δυνητικά επικίνδυνη) πεποίθηση στην ατομοκεντρική ευθύνη και η παρεπόμενη αντίληψη πώς, αν καταρριφθεί το υπεύθυνο πρόσωπο, θα παταχθεί και το Κακό που πρεσβεύει. Έτσι οι συντελεστές της ταινίας, εντελώς «αμερικανικά», ξαναδιαβάζουν τη δίκη της Νυρεμβέργης ως μια προσπάθεια να ξεμπροστιαστεί ο Γκέριγκ, το νούμερο δύο του χιτλερικού καθεστώτος. Και έτσι, ο Τζέιμς Βάντερμπιλτ στήνει το φιλμ του ως σκακιστική παρτίδα ανάμεσα στον Γκέριγκ και στον ψυχίατρο που αναλαμβάνει να διαγνώσει την δικαιοπρακτική ικανότητα του κρατούμενου – βάσει ποιας έννομης τάξης;- με τους εκπροσώπους των Συμμάχων να του ζητούν να ενεργήσει ως κατάσκοπος και να εντοπίσει το τρωτό σημείο αυτής της παμπόνηρης, δαιμονικής φιγούρας, την οποία ο Ράσελ Κρόου υποδύεται με σοβαρότητα, μέτρο και εκφράστικό έλεχο δυσανάλογο της φαιδρότητας που τον περιβάλλει.
Στην αλλοπρόσαλλη ερμηνεία του Ράμι Μάλεκ αντικατοπτρίζεται η τονική αναποφασιστικότητα του Τζέιμς Βάντερμπιλτ, σκηνοθετικά υπεύθυνου για το εξίσου προβληματικό «Truth», σεναριακά για το «Zodiac» - αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι εκεί έδρασε το «αόρατο χέρι» του Ντέιβιντ Φίντσερ και έφερε την ισορροπία. Οι αναφορές σε αγαπημένες κινηματογραφικές μεταφορές Τζον Γκρίσαμ στα ‘90s και των αντιτύπων τους είναι εμφανείς, μα τη θέση της εξωφρενικής πλην προσεγμένης, συναρπαστικής ίντριγκας των τελευταίων παίρνει ένα παντελώς ανερμάτιστο σενάριο, με ένα φινάλε που, πρακτικά, ακυρώνει την ουσία και τον λόγο ύπαρξης ολόκληρου του διαλογικού και εγκεφαλικού μπρα ντε φερ μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων.
Υποψιαζόμαστε ότι μετά από χρόνια, που θα πετύχετε την ταινία ένα βράδυ στο Star Channel, θα διαβάσετε το παρόν και θα αναφωνήσετε «δεν είναι τόσο κακή ταινία» - άλλες οι απαιτήσεις από μια χαλαρή τηλεοπτική προβολή, άλλωστε. Ωστόσο, μια ταινία που (πολύ καλώς) διατείνεται ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε σοβαρά η «γοητεία» του ολοκληρωτισμού και η «σαγήνη» της αντιδραστικής ιδεολογίας σε πάσης φύσεως απογοητευμένους από τις κατά τόπους συστημικές δυνάμεις, όφειλε πρώτα η ίδια να επιδείξει ανάλογη σοβαρότητα στη διαμόρφωση και στη διαχείριση του υλικού της.







