Έμμονες Ώρες στον Τόπο της Πραγματικότητας
Obsessive Hours at the Topos of Reality
Περφόρμανς και παράλληλα κινηματογραφικό δοκίμιο για το φως, το βλέμμα, την εικόνα, τα όνειρα, τη μνήμη, τη γυναίκα, την κόρη, τη μητέρα, τις πρωτοπορίες, το φεμινισμό, την τέχνη, αλλά πάνω απ' όλα για τη μοναδική Αντουανέττα Αγγελίδη.
Κάπου μέσα στην καραντίνα, όταν η τέχνη βρέθηκε σε κατάσταση μαζικής καταστολής, η Ρέα Βαλντέν έστησε μια κάμερα στο διαμέρισμα που συγκατοικεί με την μητέρα και συνοδοιπόρο της στις υποτροπικές ερήμους τις πρωτοπορίας και ξεκίνησε να γράφει. Η Αντουανέττα Αγγελίδη, sui generis δημιουργός σε μόνιμη κατάσταση ελευθερίας, έκατσε μπροστά απ' το φακό και ξεκίνησε να μιλάει για τον όρκο που έδωσε απέναντι στην τέχνη. Μια τέχνη μεγαλύτερη απ' τη ζωγραφική και το σινεμά - τουλάχιστον αυτό που γνωρίσαν οι περισσότεροι. Μια τέχνη που την επισκέφτηκε στα όνειρά της με τη μορφή του Μαγκρίτ και κάποτε κατοίκησε κρυμμένη στα κάδρα του Μουρνάου.
Μια τέχνη επίσης βιωμένη κι ιδωμένη μέσα απ' το πρίσμα της avant garde, που σε μία απ' τις πιο σπάνιες διαθλάσεις της συνάντησε το φεμινισμό. Έδωσε «Τόπο» σε μια γυναίκα να μιλήσει για τις γυναίκες όπως σκέπτονται μέσα από το σώμα τους. Δήλωσε παρούσα όταν η ίδια γυναίκα ήρθε σε ρήξη με τις κάθε είδους νόρμες, δεξιές κι αριστερές. Άνοιξε νέα μονοπάτια για τη μνήμη, το όνειρο και την «κοινή» μας πραγματικότητα. Άλλωστε σ' αυτό το «κοινό» ήλπιζε πάντα η Αγγελίδη που υποστηρίζει ακόμη και σήμερα πως όλοι άνθρωποι, νεκροί και μελλοθάνατοι, ζουν στα σώματα μας, όπως κι εμείς θα ζούμε στα σώματα αυτόν που θα 'ρθουν.
Στην περίπτωσή της, η τελευταία πρόταση μεταφράζεται σε απόλυτη κυριολεξία. Η ελπίδα γέννησε το νέο της βλέμμα, που μέσα απ' την προέκταση του φακού συναντά αυτό των συνομιλητών της: της κόρης της και των θεατών. Οι τελευταίοι θα γίνουν μάρτυρες στην αυτο-αποκάλυψη της Αντουανέττας Αγγελίδη, μέσα από μία πολύτιμη περφόρμανς/αφήγηση η οποία διαπερνά τη φιλμογραφία της και όσα βιογραφικά στοιχεία συνέβαλλαν στην οριστική διαμόρφωσή της. Όπως υπόσχεται κι ο τίτλος του (αφηρημένα αν το ορίσουμε) ντοκιμαντέρ, γίνονται οι απαραίτητες στάσεις και στις τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες της, καθώς και μια εκτεταμένη αναφορά σε μία μικρού μήκους που ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια και της Βαλντέν το 2008 (το "121280 Ritual" όπως ονομάζεται, είναι το κλειδί του εξοικειωμένου παρατηρητή για τον πυρήνα του έργου, ο οποίος αρχικά φαίνεται απρόσιτος πίσω από το πλέγμα των εμμονών).
Θεωρητικός και άγαστη ερευνήτρια του πειραματικού και του avant garde κινηματογράφου, η Ρέα Βαλντέν αξίζει πολλά παραπάνω απ' την απλή κινηματογράφηση όπως ενδεχομένως νομίσατε πως υπονοήθηκε παραπάνω. Έχει συγγράψει τη γενική ιδέα γύρω από την οποία ξετυλίγεται το φιλμ κι έχει προσπαθήσει να αποδώσει την αυτοπροσωπογραφία της μητέρας της με τους όρους που θα το έκανε και μια από τις ταινίες της. Πρώτ' απ' όλα δηλαδή, με φροντισμένη, αν όχι ρηξικέλευθη φόρμα, παρά τους επιβεβλημένους από τις συνθήκες περιορισμούς. Σαν από ένστικτο η Βαλντέν έχει βάλει τη μητέρα της να μιλάει σε μαύρο φόντο, σαν από όνειρο. Έχει πετύχει την κατάλληλη ευαισθησία στον ήχο ώστε οι λέξεις να αντηχούν κρυστάλλινες, πεντακάθαρες, ολόκληρη την έκτασή τους ανάμεσα στις παύσεις. Έχει αφήσει τα τρεμάμενα πια χέρια να συμπληρώνουν τα κενά που αφήνει η εικόνα και ο λόγος. Το διαμέρισμα μετατρέπεται σε μια μήτρα ιδεών κι αόρατων εικόνων, που πηγάζουν από αναμνήσεις και οράματα. Μέσα της και κάτω από ένα δυνατό φως, η ίδια της η μητέρα περιμένει να ξαναγεννηθεί όσο αφηγείται την πρότερη ζωή της. Δεν πρόκειται για μιμητική (θα ήταν ιερόσυλο άλλωστε), μα για μεθερμηνεία που υπογραμμίζει πως η Αγγελίδη ήταν οι ταινίες της, ήταν η φόρμα και το στυλ της. Το παραδέχεται σιωπηλά κι η ίδια καθώς στέκεται αφοπλιστικά τολμηρή απέναντι σε προβολές από τη νιότη της που έμεναν για χρόνια κλειδωμένες σαν μυστικό, μιλώντας για απορρίψεις ή διαβάζοντας σελίδες από ονειρολόγια. Ακόμη κι όταν θυμάται όσες φορές κάθε λογής σκοτάδι έφτασε στο κατώφλι της ζωηρής ματιάς της.
Μέχρι εκείνο το σημείο η ταινία κάνει κύκλους γύρω από τις έννοιες της μορφής και της εικόνας. Τότε είναι όμως που συμβαίνει κάτι εντελώς αναπάντεχο κι εισέρχεται ως κύρια η ιδέα της «παραλλαγής», γεγονός που συνειρμικά οδηγεί στις «παραλλαγές» των πρώιμων ταινιών της. Το πλάνο αλλάζει συλλήβδην και αρχίζει μια αυθόρμητη επανάληψη ιδεών. Ο ήχος έρχεται από την κάμερα κι εξομοιώνει το αισθητήριο ενός παρόντα συνομιλητή. Η σκηνοθετική παρέμβαση καθίσταται απόλυτη κι οι «Έμμονες Ώρες...» γίνονται μια παραλλαγή του εαυτού τους. Λίγο πριν το τελευταίο ευχαριστώ (ίδιον μιας αφοπλιστικά ευγενούς προσωπικότητας) εγκαταλείπουμε την ασφάλεια της μήτρας. Ο χώρος κι ο χρόνος μας είναι πάλι το σινεμά. Βρισκόμαστε στο τέλος ενός φιλμ και στην αρχή της υπόνοιας πως την καλύτερη ταινία της η Αντουανέττα Αγγελίδη την είχε (για) πάντα μέσα της.